Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀνοίγω

  • 1 ouvrir

    ανοίγω

    Dictionnaire Français-Grec > ouvrir

  • 2 odemknout

    ανοίγω

    Česká-řecký slovník > odemknout

  • 3 otevřít

    ανοίγω

    Česká-řecký slovník > otevřít

  • 4 otvírat

    ανοίγω

    Česká-řecký slovník > otvírat

  • 5 rozevřít

    ανοίγω

    Česká-řecký slovník > rozevřít

  • 6 zahájit

    ανοίγω

    Česká-řecký slovník > zahájit

  • 7 otwierać

    ανοίγω

    Słownik polsko-grecki > otwierać

  • 8 откупоривать

    ανοίγω, εκπωματίζω, ξεταπώνω, αφαιρώ/βγάζω το πώμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > откупоривать

  • 9 отомкнуть

    ανοίγω, ξεκλειδώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отомкнуть

  • 10 проломить

    ανοίγω/προκαλώ ρήγμα, σπάω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проломить

  • 11 отвориться

    ανοίγω, ανοίγομαι

    Русско-греческий словарь > отвориться

  • 12 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 13 открывать

    открывать
    несов
    1. ἀνοίγω/ ξεσκεπάζω (что-л. покрытое):
    \открывать дверь ἀνοίγω τήν πόρτα· \открывать грудь ξεστηθώνομαν \открывать зонт ἀνοίγω τήν όμπρέλλα·
    2. (учреждение и т. п.) ἀνοίγω, εγκαινιάζω / αποκαλύπτω (памятник и т. п.)·
    3. (разоблачать) αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω:
    \открывать правду φανερώνω τήν αλήθεια· \открывать тайну αποκαλύπτω τό μυστικό·
    4. (о научных открытиях) ανακαλύπτω/ εφευρίσκω (изобретать)·
    5. (начинать что-л.) ἀνοίγω, ἀρχίζω:
    \открывать военные действия ἀρχίζω τίς εχθροπραξίες, ἀρχίζω τίς πολεμικές επιχειρήσεις· \открывать огонь ἀνοίγω πυρά· \открывать собрание ἀνοίγω τήν συνεδρίαση· \открывать счёт а) (в сберкассе и т. η.) ἀνοίγω λογαριασμό, б) спорт. ἀνοίγω τό σκορ· \открыватькредит ἀνοίγω πίστωση· ◊ \открывать кому-л. глаза на что-л. ἀνοίγω κάποιου τά μάτια· \открывать сердце кому́-л. ἀνοίγω κάποιου τήν καρδιά μου· \открывать карты ἀνοίγω τά χαρτιά μου.

    Русско-новогреческий словарь > открывать

  • 14 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 15 раздвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω, χωρίζω•

    раздвинуть побеги ανοίγω τους βλαστούς, διακλαδίζω•

    раздвинуть занавески ανοίγω τις κουρτίνες•

    раздвинуть ноги ανοίγω τα πόδια.

    || μετακινώ•

    раздвинуть стулья μετακινώ λίγο τα καθίσματα.

    2. αναμερώ, ανοίγω δίοδο, κάνω δρόμο•

    раздвинуть толпу ανοίγω δρόμο στο πλήθος.

    3. (δια)νοίγω•

    раздвинуть стол ανοίγω το (πτυσσόμενο) τραπέζι,.

    1. ανοίγω, -ομαι, αποχωρίζομαι. || μετακινούμαι λίγο.
    2. αναμερώ• αποτραβιέμαι,
    3. μτφ• πλαταίνω, ευρύνομαι•

    -ется кругозор πλαταίνει ο ορίζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > раздвинуть

  • 16 прорубить

    ρ.σ.μ.
    1. διατρυπώ με κοφτερό εργαλείο•

    прорубить стену ανοίγω τρύπα στον τοίχο•

    прорубить окно ανοίγω παράθυρο•

    прорубить проруб ανοίγω τρύπα στον πάγο, τρυπώ τον πάγο.

    2. ανοίγω πέρασμα, δίοδο•

    прорубить просеку ανοίγω πέρασμα.

    3. κόβω (για ένα χρον. διάστημα).
    1. ανοίγω δρόμο, δίοδο, πέρασμα.
    2. μάχομαι, δι-αξιφίζομαι (για ένα χρον. διάστημα)•

    прорубить с врагом целый день πελεκιέμαι με τον εχθρό όλη τη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > прорубить

  • 17 расставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, διευθετώ•

    расставить книги в шкафу τακτοποιώ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.

    || τοποθετώ• εγκατασταίνω•

    расставить часовых в окопах εγκατασταίνω σκοπούς τα χαρακώματα.

    || βάζω, χτίζω (δίχτυ, παγίδα κ.τ.τ.).
    τποθετώ, καταμερίζω, διαθέτω•

    расставить кадры διαθέτω τα στελέχη.

    2. ανοίγω• διχάζω•

    расставить ноги ανοίγω τα πόδια•

    расставить пальцы ανοίγω τα δάχτυλα•

    расставить ножки циркуля ανοίγω τα σκέλη του διαβήτη.

    3. ανοίγω (τις ραφές ενδύματοε)• φαρδύνω.
    1. τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι• μπαίνω στη θέση μου•

    наконец вся мебель –лась επι τέλους όλα τα έπιπλα μπήκαν στη θέση τους.

    2. ανοίγω, -ομαι•

    пальцы -лись τα δάχτυλα άνοιξαν.

    3. (για ένδυμα) φαρδύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расставить

  • 18 открыть

    открыть 1) ανοίγω 2) (музей, выставку и т. л.) εγκαινιάζω 3) (собрание, прения и т. л.) αρχίζω, ανοίγω 4) (обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω \открыться 1) ανοίγομαι 2) (начинаться) ανοίγω, αρχίζω
    * * *
    2) (музей, выставку и т. п.) εγκαινιάζω
    3) (собрание, прения и т. п.) αρχίζω, ανοίγω
    4) ( обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω

    Русско-греческий словарь > открыть

  • 19 растопырить

    -рго, -ришь
    ρ.σ.μ. ανοίγω•

    -пальцы ανοίγω τα δάχτυλα•

    растопырить ноги ανοίγω τα πόδια•

    растопырить крылья ανοίγω τις φτερούγες.

    ανοίγω•

    -лись пальцы άνοιξαν τα δάχτυλα.

    Большой русско-греческий словарь > растопырить

  • 20 включить

    включить 1) (в состав) συμπεριλαμβάνω, προσθέτω 2) (привести в действие) βάζω (μπρος) ανοίγω, ανάβω (свет и т.п.); \включить мотор βάζω μπρος το μοτέρ \включить радио ανοίγω (или ανάβω) το ράδιο \включиться (присоединиться) παίρνω μέρος, συμμετέχω
    * * *
    1) ( в состав) συμπεριλαμβάνω, προσθέτω
    2) ( привести в действие) βάζω (μπρος); ανοίγω, ανάβω (свет и т.п.)

    включи́ть мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ

    включи́ть ра́дио — ανοίγω ( или ανάβω) το ράδιο

    Русско-греческий словарь > включить

См. также в других словарях:

  • ανοίγω — ανοίγω, άνοιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος 1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο. 2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε. 3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοίγω — ἀνοίγνυμι open pres subj act 1st sg ἀνοίγνυμι open pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρανοίγω — ανοίγω κάτι πολύ λίγο, ελαφρά, μισανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ανοίγω. ΠΑΡ. ακράνοιγμα, ακράνοιχτος] …   Dictionary of Greek

  • γουρλώνω — ανοίγω υπερβολικά τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρουλώνω < μσν. γρυλλώνω < αρχ. γρύλλος «γουρουνάκι»] …   Dictionary of Greek

  • κρυφανοίγω — ανοίγω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν …   Dictionary of Greek

  • ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεράβω — ανοίγω τις ραφές ενδύματος, ξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ράβω] …   Dictionary of Greek

  • οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»