-
1 abrasive
[-siv]adjective (tending to make surfaces rough when rubbed on to them: An abrasive material is unsuitable for cleaning baths.) (για ανθρώπους) τραχύς, άγαρμπος/(για υλικό) αποξεστικός, λειαντικός -
2 League
subs.Ar. and P. συνωμοσία, ἡ, P. σύστασις, ἡ, τὸ συνώμοτον.Alliance: Ar. and P. συμμαχία, ἡ.Plot: P. ἐπιβουλή. ἡ.In league with, adj.: P. and V. ἔνσπονδος (dat.).He is uniting all men in league against us: P. συσκευάζεται πάντας ἀνθρώπους ἐφʼ ἡμᾶς (Dem. 91). Member of a league, subs.: P. and V. συνωμότης. ὁ.Eighth of a mile: Ar. and P. στάδιον, τό.——————v. trans.Bring together: V. συναλλάσσειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > League
-
3 More
adj.P. and V. πλείων.More or less: P, ἢ πλείων ἢ ἐλάσσων (Dem. 330).——————adv.P. and V. πλεῖον, πλέον.To form comparatives: P. and V. μᾶλλον.With numerals: Ar. and P. πλεῖν.More that half were found to be Carians: P. ὑπὲρ ἥμισυ Κᾶρες ἐφάνησαν (Thuc. 1, 8).More zealous than wise: V. πρόθυμος μᾶλλον ἢ σοφωτέρα (Eur., Med. 485).With more zeal than love: V. προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως (Æsch., Ag. 1591).More worthy that rich: P. βελτίων ἢ πλουσιώτερος (Lys. 153).All the more: P. and V. τοσούτῳ μᾶλλον, τοσῷδε μᾶλλον.The more I believe, the more I am at a loss what to do: P. ὅσῳ μᾶλλον πιστεύω τοσούτῳ μᾶλλον ἀπορῶ ὅτι χρήσωμαι (Plat., Rep. 368B).Doing things that it is a great disgrace even to speak of, much more for respectable people to perpetrate: P. τοιαῦτα ποιοῦντες ἃ πολλὴν αἰσχύνην ἔχει καὶ λέγειν μὴ ὅτι γε δὴ ποιεῖν ἀνθρώπους μετρίους (Dem. 1262).Many times more, adj.: P. πολλαπλάσιος.More and more: P. ἐπὶ πλέον, V. μᾶλλον μᾶλλον (Eur., I.T. 1406).Longer: P. and V. ἔτι.No more of this: P. οὕτω περὶ τούτων, ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί; see so much for that under much.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > More
См. также в других словарях:
ἀνθρώπους — ἄνθρωπος man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁμαρτεῖν εἰκὸς ἀνθρώπους. — ἁμαρτεῖν εἰκὸς ἀνθρώπους. См. Человеку свойственно ошибаться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… … Dictionary of Greek
ύς — ὁ, Α (συνηρ. τ.) βλ. υιός. ὑός, ὁ, ἡ, Α 1. αγριόχοιρος, κάπρος («ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύη πάμπαν οὐκ ἔστι», Ηρόδ.) 2. κατοικίδιος χοίρος, γουρούνι 3. ύαινα 4. το φυτό ύσγη 5. παροιμ. φρ. α) «Βοιωτία ὗς» δηλώνει έλλειψη αγωγής και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
English versions of the Nicene Creed in current use — The Nicene Creed, composed in part and adopted at the First Council of Nicea (325) and revised with additions by the First Council of Constantinople (381), is a creed that summarises the orthodox faith of the Christian Church and is used in the… … Wikipedia
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
μισανθρωπία — η (ΑΜ μισανθρωπία) [μισάνθρωπος (Ι)] το να αισθάνεται κανείς μίσος προς τους ανθρώπους, η εχθρότητα, η αποστροφή προς τους ανθρώπους νεοελλ. το να αποφεύγει κανείς τη συναναστροφή με τους ανθρώπους από μίσος, το παράλογο μίσος προς τους ανθρώπους … Dictionary of Greek