-
1 бензостойкий
ανθεκτικός στη βενζίνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бензостойкий
-
2 грозостойкий
ανθεκτικός στους κεραυνούς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грозостойкий
-
3 износостойкий
ανθεκτικός, άφθαρτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > износостойкий
-
4 маслостойкий
ανθεκτικός στο έλαιο/ λάδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маслостойкий
-
5 морозостойкий
ανθεκτικός στο ψύχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > морозостойкий
-
6 светостойкий
ανθεκτικός στην επίδραση του φωτός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светостойкий
-
7 хладостойкий
ανθεκτικός στην ψύξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хладостойкий
-
8 щелочестойкий
ανθεκτικός στα αλκάλια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щелочестойкий
-
9 выносливый
-
10 выносливый
επ., βρ: -лив, -а, -оανθεκτικός, γερός, βασταγερός, αντοχής•выносливый человек βασταγερός άνθρωπος.
|| (για φυτά) ανθεκτικός (στις κλιματολογικές συνθήκες). -
11 замазка
1. (действие) το στοκάρισμα 2. (вещество) о στόκ/ος (ξεν.)разравни-вать - у απλώνω το - о ставить на - е τοποθετώ/αρμόζω με - овлагоустойчивая - ανθεκτικός στην υγρασία, υδατοστεγής -смоляная - ρητίνης/ρετσίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замазка
-
12 сталь
ο χάλυβ/ας, ο χάλυψ, разг. το ατσάλι (ξεν.)закалять - σκληρύνω το - α, βάφω το - αбыстрорежущая - ταχείας κοπής, ο ταχυχάλιψбулатная - см. дамасская -высоколегированная - υψηλά κραματομέ-νος -, το πλούσιο χαλυβόκραμαконвертерная - см. бессемеровская -конструкционная - των κατασκευών, δομικός -мартеновская - Σήμενς, - Μαρτέν της ανοικτής εστίαςмягкая - μαλακός -, ναυπηγίσιμος -нелегированная - κοινός -, ανθρακούχος -низколегированная - χαμηλά κραματομένος -, το πτωχό χαλυβόκραμαпростая - κοινός -, ανθρακούχος -профильная - σεμορφοδοκούς, ο μορφοχάλυβαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сталь
-
13 сухолюбивый
бот. ανθεκτικός στην ξηρασία (για τα φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сухолюбивый
-
14 устойчивый
1. (способный твёрдо стоять, держаться, не колеблясь, не падая) ευσταθής, σταθερός, γερός 2. хим. ανθεκτικός 3. (не поддающийся, не подверженный изменениям и колебаниям, постоянный) σταθερός, αμετάβλητος 4. мат. ευσταθήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > устойчивый
-
15 холодоустойчивость
η ανθεκτικότητα σε κρύο/ψύξη-ый ανθεκτικός σε κρύο/ψύхолст 1. (ткань) το πανίτο λινόπανο2. (картина) о πίνακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > холодоустойчивость
-
16 выносливый
выно́слив||ыйприл ἀνθεκτικός, καρτερικός, ἀντέχων. -
17 двужильный
двужильн||ыйприл разг ἀνθεκτικός, γερός:быть \двужильныйым εἶμαι γερός, ἀντέχω. -
18 зимостойкий
зимостойк||ийприл ἀνθεκτικός στό ψῦχος, ψυχρόφιλος:\зимостойкийие культу́ры οἱ καλλιέργειες πού ἀντέχουν στό ψύχος. -
19 устоичивый
устоичив||ыйприл1. σταθερός, εὐσταθής, γερός, ἀνθεκτικός·2. перен σταθερός, σίγουρος:\устоичивыйая погода ὁ σταθερός καιρός· \устоичивыйые цены οἱ σταθερές τιμές. -
20 двужильный
[ντβουζύλ'νυΐ] επ. ανθεκτικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνθεκτικός — clinging to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθεκτικός — ή, ό (Α ἀνθεκτικός, ή, όν) [αντέχω] νεοελλ. 1. ο στερεός, αυτός που δεν υποχωρεί 2. μτφ. αυτός που αντέχει, δείχνει κουράγιο, θάρρος αρχ. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συγκρατιέται γερά, να μένει προσκολλημένος σε κάτι ή κάποιον… … Dictionary of Greek
ανθεκτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει αντοχή, ο καρτερικός: Το ύφασμα αποδείχτηκε πολύ ανθεκτικό. – Ήταν ανθεκτικός στις πιέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνθεκτικοί — ἀνθεκτικός clinging to masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεκτικούς — ἀνθεκτικός clinging to masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεκτική — ἀνθεκτικός clinging to fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… … Dictionary of Greek
δαλματικός — Σκύλος ρωμαλέος, ανθεκτικός και ευκίνητος, κατάλληλος για φύλαξη. Το αρσενικό έχει ύψος 55 60 εκ. στο ακρώμιο και το θηλυκό 50 55 εκ. Το τρίχωμά του είναι καθαρό και λευκό, αλλά διάστικτο σε όλο το σώμα με πολυάριθμα στρογγυλά στίγματα, μαύρα ή… … Dictionary of Greek
ξιφίας — (xiphias gladius). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι, μοναδικό είδος της οικογένειας των ξιφιδών. Το ψάρι αυτό, που μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 4 μ. και ζυγίζει κατά μέσο όρο 300 κιλά, ζει σε όλες τις εύκρατες και θερμές θάλασσες και τρέφεται με… … Dictionary of Greek
άθραυστος — η, ο (Α ἄθραυστος, ον) 1. αυτός που δεν θραύστηκε, ατσάκιστος, άσπαστος, ακέραιος 2. αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, αδιάλυτος, ανθεκτικός, γερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητικό + θραυστός < θραύω] … Dictionary of Greek
άλκιμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του βασιλιά της Πύλου Νηλέα. 2. Πατέρας του Μέντορα, πιστού φίλου του Οδυσσέα. 3. Σικελός ιστορικός, που έγραψε τα Σικελικά στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. 4. Στρατηγός του… … Dictionary of Greek