-
1 мужской
мужской 1) ανδρικός" \мужской зал το κουρείο 2) (пол, род) αρσενικός* * *1) ανδρικόςмужско́й зал — το κουρείο
2) (пол, род) αρσενικός -
2 мужскби
мужск||би́прил ἀνδρικός, ἄρρην, ἀρσενικός:\мужскби пол τό ἀνδρικό φΰλον \мужскби костюм τό ἀνδρικό κοστούμι· \мужскбиое общество ἄντρες· \мужскби род грам. τό ἀρσε-νικόν γένος. -
3 masculine
['mæskjulin]1) (of the male sex: masculine qualities.) αρσενικός,ανδρικός,αρρενωπός2) (in certain languages, of one of usually two or three genders of nouns etc: Is the French word for `door' masculine or feminine?) αρσενικός,αρσενικού γένους• -
4 мужской
[μουσκόϊ] εκ. ανδρικός, αρσενικός -
5 мужской
[μουσκόϊ] επ ανδρικός, αρσενικός -
6 возмужалый
επ.αρρενωπός, αρρενωπρεπής, ανδρικός, αντρίκιος. || ώριμος (την ηλικία). -
7 мужественный
επ., βρ: -вен, -венна, -венноαντρείος, αντρειωμένος, γενναίος. || ανδρικός•мужественный голос ανδρική φωνή.
-
8 травести
ουδ. άκλ.1. ανδρικός ρόλος εκτελούμενος από γυναίκα και αντίστροφα. || μεταμφιεσμένος.2. ποιητικό χιούμορ παραπλήσιο της παρωδίας. -
9 Man
subs.In man's voice: use adv., Ar. ἀνδριστί.Fight man to man, v: P. and V. μονομαχεῖν.Human being: P. and V. ἄνθρωπος, ὁ.Like a man: see Manfully.Man by man: P. καθʼ ἕνα.Play the man, v.:P. ἀνδραγαθίζεσθαι, ἀνδρίζεσθαι (Plat.).Men's quarters in a house: P. and V. ἀνδρών, ὁ (Xen.), P. ἀνδρωνῖτις, ἡ.Empty of men, adj.: V. ἄνανδρος, κένανδρος.Lack of men, subs.: V. κενανδρία, ἡ, P. ὀλιγανθρωπία, ἡ.Love of men: V. φιλανδρία, ἡ (Eur., And. 229).Men at arms: P. and V. ὁπλῖται, οἱ.——————v. trans.P. and V. πληροῦν.Man fully: P. συμπληροῦν.Man against ( an enemy): P. ἀντιπληροῦν (absol.).Man in addition: P. προσπληροῦν.Fully-manned, adj.: P. and V. πλήρης.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Man
-
10 Manful
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Manful
-
11 Manlike
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Manlike
-
12 Manly
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Manly
-
13 Virile
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Virile
-
14 masculin
1) αρσενικός2) ανδρικός -
15 mužský
1) άνδρας2) ανδρικός3) άνθρωπος4) αρσενικός -
16 male
1) ανδρικός2) αρσενικός -
17 męski
1) ανδρικός2) αρσενικός
См. также в других словарях:
ανδρικός — ή, ό και αντρικός (Α ἀνδρικός, ή, όν) 1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος 2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέος αρχ. 1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες 2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ) 3. το ανδρικόν ανδρεία … Dictionary of Greek
ἀνδρικός — ἀ̱νδρικός , ἀνδρίζω make a man of perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνδρικός masculine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει σε άντρα: Στο κατάστημα αυτό πουλούν μόνο ανδρικά είδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ανδρίκος, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821 από την Αθήνα. Ο Μακρυγιάννης τον αναφέρει ως υπόδειγμα γενναίου πολεμιστή. Για την πατριωτική του δράση παρασημοφορήθηκε … Dictionary of Greek
ἀνδρικά — ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc pl ἀνδρικά̱ , ἀνδρικός masculine fem nom/voc/acc dual ἀνδρικά̱ , ἀνδρικός masculine fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικώτερον — ἀνδρικός masculine adverbial comp ἀνδρικός masculine masc acc comp sg ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικωτάτων — ἀνδρικός masculine fem gen superl pl ἀνδρικός masculine masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικωτέρων — ἀνδρικός masculine fem gen comp pl ἀνδρικός masculine masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικῶν — ἀνδρικός masculine fem gen pl ἀνδρικός masculine masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικόν — ἀνδρικός masculine masc acc sg ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικώτατα — ἀνδρικός masculine adverbial superl ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)