-
1 ανατρέχω
[анатрэхо] р. прибегать (к помощи), восходить (к началу),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανατρέχω
-
2 переноситься
переносить||ся(мысленно) ἀναπολώ κάτι, ἀνατρέχω σέ κάτι νοερά. -
3 обратить
-ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•-йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•
обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•
обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•
обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.
|| αλλάζω, μεταφέρω•-разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.
|| τραβώ, προσελκύω•обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.
2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•
обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.
3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•
обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).
|| τρέπω•обратить в бегство τρέπω σε φυγή•
обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.
4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.
εκφρ.в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•
обратить вспять πισωγυρίζω.
|| κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.
|| καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.
2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.
|| περιφέρομαι.3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•
он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.
4. οξύνω, εντείνω•обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•
обратить в зр-ние εντείνω την όραση.
|| τρέπομαι•обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.
См. также в других словарях:
ἀνατρέχω — run back pres subj act 1st sg ἀνατρέχω run back pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατρέχω — ανατρέχω, ανέτρεξα και ανάτρεξα βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανατρέχω — (AM ἀνατρέχω) 1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω 2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ νεοελλ. καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι 2. ανιχνεύω, αναζητώ 3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι 4. βλαστάνω, μεγαλώνω 5. εκτείνομαι,… … Dictionary of Greek
ανατρέχω — ανάτρεξα και ανάδραμα 1. τρέχω ή απλώς κινούμαι προς τα πίσω ή προς τα πάνω: Μου ανάδραμε το φαγητό που έφαγα. 2. γυρίζω σε ειπωμένα ή γνωστά, προσφεύγω για αναζήτηση: Αναγκάστηκα να ανατρέξω σ όλα τα σχετικά συγγράμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνατρέχετε — ἀνατρέχω run back pres imperat act 2nd pl ἀνατρέχω run back pres ind act 2nd pl ἀνατρέχω run back imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρέχῃ — ἀνατρέχω run back pres subj mp 2nd sg ἀνατρέχω run back pres ind mp 2nd sg ἀνατρέχω run back pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεδραμηκότα — ἀνατρέχω run back perf part act neut nom/voc/acc pl ἀνατρέχω run back perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεδράμηκε — ἀνατρέχω run back perf imperat act 2nd sg ἀνατρέχω run back perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεδράμηκεν — ἀνατρέχω run back perf ind act 3rd sg ἀνατρέχω run back plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδραμόν — ἀνατρέχω run back aor part act masc voc sg ἀνατρέχω run back aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδραμόντα — ἀνατρέχω run back aor part act neut nom/voc/acc pl ἀνατρέχω run back aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)