Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀναρριχῶνται

  • 1 шпалеры

    мн. 1. (обивочные ткани, обои) η ταπετσαρία του τοίχου 2. (натянутая проволока, решётки, по которым вьётся растение) η πέργκολα, η κατασκευή από μακρόστενους ράβδους που σχηματίζουν ρόμβους, πάνω στα οποία αναρριχώνται τα φυτά 3. (ряды деревьев, кустов по обеим сторонам дороги) τα δέντρα/οι θάμνοι εκατέρωθεν της οδού.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпалеры

См. также в других словарях:

  • ἀναρριχῶνται — ἀναρριχάομαι clamber up with the hands and feet pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) ἀναρριχάομαι clamber up with the hands and feet pres ind mp 3rd pl ἀναρριχάομαι clamber up with the hands and feet pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • αγράμπελη — Κοινή ονομασία φυτών του γένους κληματίδα της οικογένειας ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών. Αριθμεί 160 είδη, αειθαλή και φυλλοβόλα, αναρριχώμενα, που απαντώνται σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα αυτοφύονται 7 είδη, από τα οποία δύο (κληματίδα η… …   Dictionary of Greek

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… …   Dictionary of Greek

  • ελιξίβλαστος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που έχει βλαστούς οι οποίοι αναρριχώνται σε ξένα ερείσματα (δέντρα, τοίχους κ.λπ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ελιξίβλαστα φυτά με εύκαμπτους και επιμήκεις βλαστούς για περιέλιξη σε άλλα φυτά ή σε υποστηρίγματα …   Dictionary of Greek

  • ομφαλέα — (omphalea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών, με περίπου 12 είδη. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές της Αφρικής και είτε είναι θάμνοι είτε έρπουν ή αναρριχώνται. Έχουν γαλακτώδη χυμό και φύλλα επαλλάσσοντα, ακέραια. Τα άνθη τους …   Dictionary of Greek

  • πέταυρος — (petaurus). Γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών, που αριθμεί διάφορα μικρά μαρσιποφόρα με κοινά χαρακτηριστικά. Το ρύγχος τους είναι οξύ και η ουρά τους δασύτριχη. Τα ζώα αυτά είναι νυχτόβια, ιθαγενή της Αυστραλίας και ζουν στα δέντρα. Σε μερικά είδη η …   Dictionary of Greek

  • φίκος — (ficus). Γένος φυτών της οικογένειας των μορεϊδών. Το γένος αυτό αριθμεί διάφορα δέντρα ή θάμνους, τα οποία έρπουν ή αναρριχώνται και έχουν εναέριες ρίζες και γαλακτώδη χυμό. Τα φύλλα τους είναι συνήθως σκληρά και δερματώδη και τα άνθη τους μικρά …   Dictionary of Greek

  • αναρριχητικά πτηνά — Τάξη πτηνών, σύμφωνα με το παλαιό σύστημα ταξινόμησης, με μόνο κοινό χαρακτηριστικό τον σχηματισμό των δαχτύλων, από τα οποία τα δύο διευθύνονται προς τα εμπρός και τα δύο προς τα πίσω. Αυτό τους επιτρέπει να πιάνονται από τα κλαδιά των δέντρων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»