-
1 αναμιγνύω
ἀναμῑγνύω, ἀναμίγνυμιmix up: pres subj act 1st sgἀναμῑγνύω, ἀναμίγνυμιmix up: pres subj act 1st sgἀναμῑγνύω, ἀναμίγνυμιmix up: pres ind act 1st sg -
2 ἀναμιγνύω
ἀναμῑγνύω, ἀναμίγνυμιmix up: pres subj act 1st sgἀναμῑγνύω, ἀναμίγνυμιmix up: pres subj act 1st sgἀναμῑγνύω, ἀναμίγνυμιmix up: pres ind act 1st sg -
3 ἀναμιγνύω
ἀνα-μίγνυμι, ἀναμιγνύω, vermischen, darunter mischen; miteinander verkehren -
4 αναμιγνύω
(αόρ. ανέμιξα, παθ. αόρ. αναμίχθηκα) μετ.1) смешивать, перемешивать; 2) перен. впутывать, вмешивать;αναμιγνύομαι — вмешиваться
-
5 αναμιγνύω
karıştırmak -
6 αναμιγνύω
amalgamer -
7 αναμιγνύω
slučovat -
8 αναμιγνύω
1) blend2) mixΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αναμιγνύω
-
9 ἀνα-μίγνυμι
ἀνα-μίγνυμι und ἀναμιγνύω, Plut. Num. 17 (s. μίγνυμι), vermischen, darunter mischen, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν Od. 4, 41; αμμίξας Il. 24, 529; πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. El. 705; τοῖσι πολλὰ ἔϑνεα ἀναμεμίχαται Her. 1, 146; ἐν ταὐτῷ, vereinigen, Plat. Lys. 206 d; ἐν μέσοις Ἔλλησιν Xen. An. 4. 8, 8. – Med., mit einander verkehren, Plut. Num. 20.
-
10 αναμιγνυμι
v. l. ἀναμείγνυμι, поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω1) примешивать, смешивать(πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὴ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.)
ὁμοῦ πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. — смешавшись в общую кучу;τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. — смешавшись с толпой, окружавшей алтарь;ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. — связывать свою судьбу с чьей-л.2) med. находиться в близких отношениях, общаться(παρ΄ ἀλλήλους ἰόντες καὴ ἀναμιγνύμενοι Plut.)
-
11 ανέμιξα
αόρ. от αναμιγνύω -
12 ἀναμίγνυμι
ἀνα-μίγνυμι, ἀναμιγνύω, vermischen, darunter mischen; miteinander verkehren
См. также в других словарях:
αναμιγνύω — → δες αναμειγνύω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναμιγνύω — βλ. αναμειγνύω … Dictionary of Greek
ἀναμιγνύω — ἀναμῑγνύω , ἀναμίγνυμι mix up pres subj act 1st sg ἀναμῑγνύω , ἀναμίγνυμι mix up pres subj act 1st sg ἀναμῑγνύω , ἀναμίγνυμι mix up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
συγκατακεράννυμι — Α αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… … Dictionary of Greek
επικίρνημι — ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι* (Α) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω 2. παθ. ἐπικίρναμαι γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. τού κεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
κατακεράννυμι — και κατακερανύω AM αναμιγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κατακιρνώ — κατακιρνῶ (Μ) αναμιγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κατακυκώ — κατακυκῶ, άω (AM) μσν. ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.) αρχ. αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek