-
1 ждать
-
2 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение
-
3 ожидание
η αναμονή-ть αναμένω, περιμένωπροσμένω, καρτερώ(надеяться) προσδοκώ, ελπίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ожидание
-
4 ожидать
1) περιμένω, αναμένω, προσμένω2) ( предполагать) υποθέτωя не ожида́л вас уви́деть — δεν περίμενα να σας δω
-
5 выжидать
выжидатьнесов ἀναμένω, περιμένω, προσμένω/ παραφυλάττω, παραμονεύω (подкарауливать):\выжидать удобный моме́нт περιμένω τήν κατάλληλη στιγμή, καιροφυλακτώ. -
6 дожидаться
дожидатьсянесов περιμένω, ἀναμένω, καρτερώ:\дожидаться поезда περιμένω τό τραίνο· \дожидаться приема περιμένω νά μέ δεχτοῦν. -
7 ждать
ждатьнесов περιμένω, ἀναμένω,. καρτερώ:\ждать удобного слу́чая περιμένω τήν κατάλληλη εὐκαιρία· заставить себя \ждать κάνω νά μέ περιμένουν, ἀργώ, καθυστερώ· время не ждет ὁ καιρός διαβαίνει, ὁ καιρός περνάει1 он ждет не дождется περιμένει ἀνυπόμονα· <> \ждать у моря погоды разг περιμένω μέ σταυρωμένα χέρια. -
8 обождать
обождатьсов разг περιμένω, ἀναμένω. -
9 ожидать
ожида́||тьнесов ἀναμένω, περιμένω, προσμένω, καρτερώ/ προσδοκώ, ἐλπίζω (надеяться):нас \ожидатьют μας περιμένουν я не \ожидатьл вас увидеть δέν περίμενα νά σας ἰδῶ· \ожидатьть с нетерпением προσμένω ἀνυπόμονα, περιμένω μέ ἀνυπομονησία· не \ожидатьл! δέν τό περίμενα! -
10 поджидать
поджидатьнесов περιμένω, ἀναμένω, καρτερώ / ἐνεδρεύω, κάνω καρτέρι (подстерегать в засаде). -
11 подождать
подождатьсов (кого-л., что-л.) περιμένω, ἀναμένω, καρτερώ. -
12 предвкусить
предвкуситьсов, предвкушать несов ἀπολαμβάνω ἀπό τά πρίν, χαίρομαι προκαταβολικά / ἀναμένω (ожидать):предвкушать удовольствие δοκιμάζω προκαταβολική εὐχαρίστηση. -
13 прождать
прождатьсов περιμένω, ἀναμένω, καρτερώ (πολύν καιρόν). -
14 await
[ə'weit](to wait for: We await your arrival with expectation.) αναμένω, περιμένω -
15 expect
[ik'spekt]1) (to think of as likely to happen or come: I'm expecting a letter today; We expect her on tomorrow's train.) προσδοκώ,περιμένω2) (to think or believe (that something will happen): He expects to be home tomorrow; I expect that he will go; `Will she go too?' `I expect so' / `I don't expect so' / `I expect not.') πιστεύω, αναμένω3) (to require: They expect high wages for their professional work; You are expected to tidy your own room.) απαιτώ4) (to suppose or assume: I expect (that) you're tired.) υποθέτω•- expectant
- expectantly
- expectation -
16 выжидать
[βυζυντάτ”] ρ. αναμένω -
17 выжидать
[βυζυντάτ”] ρ αναμένω -
18 выждать
-жду, -ждешь ρ.σ.μ., к. αμ. περιμένω, αναμένω, καιροφυλακτώ, καραδοκώ•удобный момент καιροφυλακτώ ‘την; κατάλληλη στιγμή.
|| περιμένω, καρτερώ πολύ χρόνο. -
19 дождаться
-ждусь, -ждшься, παρλθ. χρ. -ждался, -ждалась, -ждалось κ. -лосьρ.δ.με αιτ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ ώσπου•-до победы περιμένω ως τη νίκη.
|| (2ο κ. 3ο πρόσωπο του ενκ. κ. πλθ. με σημ. απειλής) περίμενε, να περιμένεις, να περιμένει. -
20 ждать
жду, ждешь, παρλθ. χρ. ждал, -ла, -ло, ρ.δ.1. μ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ•-поезда περιμένω το τραίνο•, когда перестанет дождь περιμένω να σταματήσει η βροχή•
жди меня περίμενε με•
ждать письмо περιμένω γράμμα•
ждать тебя не буду δε θα σε περιμένω•
-удобного случая περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία•
ждать его возвращения περιμένω αυτόν να επιστρέψει•
он не заставил долго ждать αυτός γρήγορα ήρθε•
ждать попутного ветра περιμένω ευνοϊκό άνεμο• ждать чего-н. как небесной манны; περιμένω σαν το μάννα•
что ждет меня? τι με περιμένει;•
ждет тебя гибель σε περιμένει ο χαμός.
2. προσδοκώ, ελπίζω, θέλω•мы пощады не ждем δεν ελπίζομε σε οίκτο•
он только того и ждал αυτός μόνο αυτό και περίμενε.
εκφρ.время (ή дело) не ждет – ο καιρός ή η υπόθεση δεν περιμένει (μη βραδύνεις)•ждать не дождаться – ανυπομονώ, αδημονώ•того и жди – αυτό και να περιμένεις.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αναμένω — αναμένω, ανέμεινα βλ. πίν. 178 Σημειώσεις: αναμένω : συνήθως χρησιμοποιούνται οι τύποι του ενεστώτα. Τυποποιημένη έκφραση της τηλεφωνικής υπηρεσίας: αναμείνατε (λόγια προστακτική αντί του αναμείνετε) στο ακουστικό σας … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀναμενῶ — ἀναμένω wait for fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμένω — ἀνᾱμένω , ἀνάζω fut part mid masc/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνᾱμένω , ἀνάζω fut part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀναμένω wait for pres subj act 1st sg ἀναμένω wait for pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμένω — (Α ἀναμένω) 1. περιμένω, καρτερώ κάτι ή κάποιον 2. προσδοκώ, προσμένω, ελπίζω νεοελλ. μένω, υπολείπομαι αρχ. 1. αναβάλλω, βραδύνω 2. παραμένω 3. υπομένω, περνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μένω. ΠΑΡ. αναμονή] … Dictionary of Greek
αναμένω — ανάμεινα, περιμένω, καρτερώ: Χρόνια ανάμενε να γυρίσει ο αρραβωνιαστικός της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναμένετε — ἀναμένω wait for pres imperat act 2nd pl ἀναμένω wait for pres ind act 2nd pl ἀναμένω wait for imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμένῃ — ἀναμένω wait for pres subj mp 2nd sg ἀναμένω wait for pres ind mp 2nd sg ἀναμένω wait for pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμενεῖ — ἀναμένω wait for fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀναμένω wait for fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμένει — ἀναμένω wait for pres ind mp 2nd sg ἀναμένω wait for pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμεινάντων — ἀναμένω wait for aor part act masc/neut gen pl ἀναμένω wait for aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμεμενηκότα — ἀναμένω wait for perf part act neut nom/voc/acc pl ἀναμένω wait for perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)