Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀναιτία

  • 1 беспричинно

    беспричи́нн||о
    нареч ἀναίτια [-ως], ἀναιτιολόγητα [-ως].

    Русско-новогреческий словарь > беспричинно

  • 2 wantonly

    adverb ανήθικα, αναίτια

    English-Greek dictionary > wantonly

  • 3 беспричинно

    [μπισπρίτσιννα] εκίρ. αναίτια

    Русско-греческий новый словарь > беспричинно

  • 4 беспричинно

    [μπισπρίτσιννα] επίρ αναίτια

    Русско-эллинский словарь > беспричинно

  • 5 без

    κ. безо πρόθεση με γεν.
    1. χωρίς, δίχως, άνευ•

    без денег χωρίς χρήματα•

    без работы χωρίς δουλιά (άνεργος)•

    без потерь χωρίς απώλειες•

    без ответа χωρίς απάντηση (αναπάντητος)•

    без исключения χωρίς εξαίρεση (ανεξαίρετα)•

    без сомнения χωρίς αμφιβολία (αναμφίβολα)•

    без причины χωρίς αιτία (αναίτια)•

    вести χωρίς είδηση.

    2. παρά•

    без четверти час η ώρα είναι μια παρά τέταρτο.

    || κοντά, σχεδόν, περίπου•

    служил в армии без малого четыре года υπηρέτησα στο στρατό περίπου (ούτε πολύ ούτε λίγο) τέσσερα χρόνια•

    не без того υπάρχει δόση αλήθειας.

    Большой русско-греческий словарь > без

  • 6 беспричинно

    επίρ.
    αναίτια, χωρίς αιτία.

    Большой русско-греческий словарь > беспричинно

  • 7 причина

    θ.
    αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•

    простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•

    причина войны αιτία πολέμου•

    расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•

    смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•

    причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•

    по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•

    по той -е, что... για το λόγο ότι•

    скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•

    неосновательная причина αβάσιμη αιτία•

    по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•

    уважительная причина σοβαρός λόγος•

    без -ы αναίτια•

    по -е παλ. ένεκα τούτου.

    Большой русско-греческий словарь > причина

  • 8 пустолайка

    θ.
    σκυλί που γαυγίζει χωρίς λόγο, αναίτια, στα χαμένα.

    Большой русско-греческий словарь > пустолайка

См. также в других словарях:

  • ἀναιτία — ἀναιτίᾱ , ἀναίτιος not being the fault fem nom/voc/acc dual ἀναιτίᾱ , ἀναίτιος not being the fault fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναίτια — ἀναίτιος not being the fault neut nom/voc/acc pl ἀναίτιος not being the fault neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναίτια — ἀναίτια , ἀναίτιος not being the fault neut nom/voc/acc pl ἀναίτια , ἀναίτιος not being the fault neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιτίαν — ἀναιτίᾱν , ἀναίτιος not being the fault fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναίτιος — ια, ιο (Α ἀναίτιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. ο μη αίτιος, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος, αθώος 2. επίρρ. αναίτια (αρχ. ως), χωρίς αιτία, αδικαιολόγητα αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναίτιον αυτό που δεν είναι ή δεν θεωρείται ως αιτία 2. φρ. «οὐκ ἀναίτιόν… …   Dictionary of Greek

  • διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • νηλείτις — νηλεῑτις, ἡ (Α) αθώα, αναίτια, άκακη («γυναῑκας, αἵ τέ σ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀλεῖτις «αμαρτωλή, ανόσια»] …   Dictionary of Greek

  • σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»