-
1 ἀμείβομαι
ἀμείβομαι ion. ['обмениваться'] отвечать -
2 ανταμειβομαι
1) обмениваться(χρυσοῦ χρήματα ἀνταμείβεται καὴ χρημάτων χρυσός Heracl. ap. Plut.)
2) отплачивать, возмещать, воздавать(τινα κακαῖσι ποιναῖς Aesch.; τινά τινι ἀντί τινος Arph.)
3) отвечать, возражать(τοισίδε, sc. λόγοις Her.; τί τινα или πρός τινα Soph.)
ὑμᾶς μὲν οὖν τοῖσδ΄ ἀ. λόγοις Eur. — так вот вам мой ответ -
3 απαμειβομαι
(aor. ἀπημείφθην, 3 л. sing. ppf. ἀπάμειπτο) заявлять в ответ, отвечать(ἀπαμειβόμενος προσέφη Hom.; ὧδε ἀπημείφθη Xen.; ἀ. τινα τοιῷδε μύθῳ Theocr.)
-
4 προαμειβομαι
( при обмене) получать первымὃς ἂν προαμειψάμενος ἔργον, μισθοὺς μέ ἀποδιδῷ Plat. — кто, получив вперед (от мастера готовое) изделие, не уплатит вознаграждения
-
5 προσαμειβομαι
См. также в других словарях:
αμείβομαι — αμείβομαι, αμείφτηκα και αμείφθηκα βλ. πίν. 8 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀμείβομαι — ἀμείβω change pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… … Dictionary of Greek
διαμείβομαι — (Α διαμείβομαι και διαμείβω) [αμείβομαι] 1. ανταλλάσσω 2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαμειφθέντα οι συζητήσεις που έγιναν, τα λόγια που ανταλλάχθηκαν αρχ. 1. διέρχομαι, διασχίζω 2. αλλοιώνω, μεταβάλλω 3. αλλάζω τελείως 4. εμπορεύομαι σε … Dictionary of Greek
καταμείβομαι — (Α) διανέμομαι, μοιράζομαι μεταξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμείβομαι «ανταλλάσσω»] … Dictionary of Greek
μισθοφορώ — μισθοφορῶ, έω (Α) [μισθοφόρος] 1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος 2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῡσα», Ισαί.) 3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον 4. (το… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
παρακλύω — Α παρακούω, δεν υπακούω κάποιον («ἤν δὲ μεν παρακλύῃς, γνώσῃ τὸν Ἑρμῆν ὡς κακοὺς ἀμείβομαι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλύω «ακούω»] … Dictionary of Greek
ποταμείβομαι — Α (δωρ. τ.) προσαμείβομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + αμείβομαι] … Dictionary of Greek
προαμείβομαι — Α 1. μεταβαίνω σε άλλο τόπο 2. λαμβάνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀμείβομαι «λαμβάνω ως αντάλλαγμα, μεταβαίνω»] … Dictionary of Greek
προσαμείβομαι — Α απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»] … Dictionary of Greek