Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ἀλφηστικός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
αλφηστικός — ἀλφηστικός, ο (Α) [ἀλφηστής] 1. ο αλφηστής 2. ο ένας πίσω από τον άλλον (όπως οι ἀλφησταὶ ἰχθύες) … Dictionary of Greek
ἀλφηστικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφηστικόν — ἀλφηστικός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… … Dictionary of Greek