Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀλληλουχίᾳ

  • 1 филиация

    θ.
    αλληλουχία•

    филиация идей η αλληλουχία σκέψεων (ιδεών).

    Большой русско-греческий словарь > филиация

  • 2 последовательность

    1. (порядок) η σειρά, η τάξη, η διαδοχή 2. (мат., тех) η ακολουθία
    - параметров вчт. - των παραμέτρων
    расходящаяся - мат. αποκλίνουσα -
    3. (логичность, закономерность) η ακολουθία, η αλληλουχία, ο ειρμός· - мыслей ο ειρμός των σκέψεων.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > последовательность

  • 3 взаимосвязь

    взаимосвязь
    ж ἡ ἀμοιβαία σχέση [-ις], ἡ ἀλληλουχία, ἡ ἀλληλοσύνδεση [-ις], τό <ζλληλενδετο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > взаимосвязь

  • 4 связь

    связ||ь
    ж
    1. (взаимная зависимость) ἡ σχέση [-ις], τό ἀλληλένδετο[ν], ἡ ἀλληλουχία:
    взаимная \связь ἡ ἀμοιβαία σχέση· причинная \связь филос. ἡ αἰτιότητα, ἡ αἰ-τιακή σχέση, ἡ λογική συνέπεια· \связь теории с практикой ἡ σύνδεση τής θεωρίας μέ τήν πρακτική· в \связья с чем-л. σέ σχέση μέ, σχετικά μέ, μέ τήν εὐκαιρία· в э́той \связьи... σέ σχέση μ' αὐτό.
    2. (общение) ὁ δεσμός/ ἡ σχέση (международные, торговые и т. п.):
    дру́жеская \связь ὁ φιλικός δεσμός· родственные \связьи οἱ συγγενικοί δεσμοί· культу́рные \связьи οἱ πολιτιστικές σχέσεις·
    3. (любовная) ὁ δεσμός, ἡ συμβίωση·
    4. \связьи мн. (знакомства) οἱ σχέσεις, οἱ γνωριμίες:
    пустить в ход свой \связь χρησιμοποιώ τίς γνωριμίες μου·
    5. (железнодорожная, телеграфная и т. п.) ἡ ἐπικοινωνία:
    средства \связьи μέσα ἐπικοινωνίας· служба \связьи ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων
    6. воен. ἡ διαβίβαση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > связь

  • 5 chain

    [ ein] 1. noun
    1) (a series of (especially metal) links or rings passing through one another: The dog was fastened by a chain; She wore a silver chain round her neck.) αλυσίδα
    2) (a series: a chain of events.) αλληλουχία
    2. verb
    (to fasten or bind with chains: The prisoner was chained to the wall.)
    - chain store

    English-Greek dictionary > chain

  • 6 sequence

    ['si:kwəns]
    (a series of events etc following one another in a particular order: He described the sequence of events leading to his dismissal from the firm; a sequence of numbers; a dance sequence.) σειρά,αλληλουχία

    English-Greek dictionary > sequence

  • 7 train

    I [trein] noun
    1) (a railway engine with its carriages and/or trucks: I caught the train to London.) τρένο
    2) (a part of a long dress or robe that trails behind the wearer: The bride wore a dress with a train.) ουρά φορέματος
    3) (a connected series: Then began a train of events which ended in disaster.) σειρά / αλληλουχία γεγονότων
    4) (a line of animals carrying people or baggage: a mule train; a baggage train.) πομπή
    II [trein] verb
    1) (to prepare, be prepared, or prepare oneself, through instruction, practice, exercise etc, for a sport, job, profession etc: I was trained as a teacher; The race-horse was trained by my uncle.) εκπαιδεύω / -ομαι, γυμνάζω / -ομαι, προπονώ / -ούμαι
    2) (to point or aim (a gun, telescope etc) in a particular direction: He trained the gun on/at the soldiers.) στρέφω, σκοπεύω
    3) (to make (a tree, plant etc) grow in a particular direction.) κατευθύνω
    - trainee
    - trainer
    - training

    English-Greek dictionary > train

  • 8 оборванный

    επ. από μτχ.
    ξεσχισμένος•

    -ая рубашка ξεσχισμένο πουκάμισο.

    .κουρελής, -λιάρης, ρακένδυτος. || ξεκομμένος, ασύνδετος, χωρίς ειρμό (αλληλουχία)•

    -ые мысли ασύνδετες σκέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > оборванный

  • 9 порядок

    -дка α.
    1. τάξη, -διευθέτηση, τακτοποίηση διάταξη•

    привести в порядок книги τακτοποιώ τα βιβλία•

    востановить порядок αποκαθιστώ την τάξη•

    полный порядок во всм πλήρης τάξη σε όλα.

    || καθιερωμένη (καταστημένη) σειρά, μονοτονία. || ως κατηγ. είναι καλά, εν τάξει, σωστά, όπως χρειάζεται.
    2. το καθεστώς, τάξη πραγμάτων•

    существующий порядок η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το υπάρχον καθεστώς.

    || συνήθεια, έθιμο•

    у нас такой порядок εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.

    3. σειρά, συνέχεια•

    алфавитный порядок αλφαβητική σειρά•

    в -е очереди όπως είναι η σειρά•

    по -у με τη σειρά•

    порядок рассувдния σειρά {αλληλουχία) του συλλογισμού.

    4. τρόπος, μέθοδος, κανόνες•

    голосования οι κανόνες της ψηφοφορίας.

    5. ιδιότητα• ποιότητα, χαρακτήρας•

    явления одного -а φαινόμενα του ίδιου χαρακτήρα.

    6. (στρατ.) διάταξη•

    порядок боя διάταξη μάχης.,

    7. (διαλκ.) σειρά σπιτιών.
    8. (βιολ.) τάξη. || σφαίρα, τομέας.
    εκφρ.
    в -е – α) εν τάξει, β) αίσια, με το καλό•
    в -е вещей – κανονικά, όπως συνήθως•
    в административном -е – με τη διοικητική οδό, διοικητικά•
    судебным -ои – με τη δικαστική οδό, δικαστικά•
    законным -ом – με το νόμο, μέσα στα πλαίσια του νόμου.
    в спешном -е – εσπευσμένα, βιαστικά, στα γρήγορα•
    для -дка – α) για την τάξη. β) για τον τύπο, τυπικά•
    своим -ом – με τη σειρά τουόπως πρέπει•
    призвать к -у – ανακαλώ στην τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > порядок

  • 10 последовательность

    θ.
    αλληλουχία, σειρά, (συν)ειρμός, συνοχή• συνέπεια• ακολουθία, διαδοχή•

    бороться с -ью αγωνίζομαι με συνέπεια•

    последовательность событий διαδοχή των γεγονότων.

    Большой русско-греческий словарь > последовательность

  • 11 ряд

    -а, προθτ. в -е, в -у, πλθ. ряды α.
    1. σειρά, αράδα• τάξη• στίχος• στοίχος, ζυγός•

    два -а домов δυο σειρές σπιτιών•

    ряд кресел σειρά πολυθρόνων•

    верхний ряд зубов η άνω σειρά των δοντιών•

    солдаты стояли двумя -ами οι στρατιώτες έστεκαν σε δυο στοίχους•

    мы построились в -ы εμείς συνταχτήκαμε•

    сомкнуть -ы πυκνώνω τους στοίχους ή τις γραμμές•

    сплотить -ы συσφίγγω τις γραμμές.

    2. διαδοχή•

    ряд поколений σειρά γενεών•

    ряд веков σειρά αιώνων•

    ряд дней σειρά ημερών.

    3. πλθ. -ы (στρατ.) τάξεις, γραμμές•

    служить в -ах освободительной армии υπηρετώ στις τάξεις του απελευθερωτικού στρατού.

    4. αράδα, κομπολόι•

    молочный ряд η σειρά των γαλατάδικων (αγοράς, παζαριού)•

    рыбный ряд τα ψαράδικα (της αγοράς)•

    овощные -ы τα λαχανάδικα.

    5. η χωρίστρα των μαλλιών.
    6. γραμμή•

    трава в рядях χόρτο κατά γραμμές.

    || αλληλουχία, ακολουθία.
    εκφρ.
    в первых -ах – μπροστά απ όλους, πρώτος•
    из -а вон (выходящий) – απαράμιλλος, απαράβαλτος, ασύγκριτος•
    в -у – ανάμεσα, μεταξύ, μέσα στον αριθμό.

    Большой русско-греческий словарь > ряд

  • 12 сбивчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о.
    1. ασυνάρτητος, ασαφής, χωρίς αλληλουχία, αντιφά-σκων.
    2. διακομμένος, διακοφτός• άρρυθμος, ακανόνιστος• ανώμαλος.

    Большой русско-греческий словарь > сбивчивый

  • 13 связность

    θ.
    αλληλουχία, ειρμός, συνοχή•

    связность речи συνοχή του λόγου.

    Большой русско-греческий словарь > связность

  • 14 связный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    με αλληλουχία, με ειρμό, με συνοχή•

    -ая речь λόγος με συνοχή.

    Большой русско-греческий словарь > связный

  • 15 связь

    -и, προθτ. о связи, в связи
    κ. в связи θ.
    1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•

    связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•

    торговые связи εμπορικές σχέσεις•

    хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•

    αλληλοσύνδεση•

    установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•

    причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•

    взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•

    логическая связь λογική σχέση.

    || αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•

    его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.

    2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•

    нравственная связь ηθικός δεσμός•

    она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•

    поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•

    прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•

    дружеская связь φιλικός δεσμός•

    пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).

    3. επικοινωνία•

    телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•

    средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•

    связь с городом επικοινωνία με την πόλη.

    4. ένωση, κόλλημα•

    связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.

    5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.
    εκφρ.
    в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•
    в -й – με την ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > связь

  • 16 числовой

    επ.
    αριθμητικός•

    -ая величина η αριθμητική ποσότητα•

    -ая последовательность αριθμητική αλληλουχία ή αλληλοσύνδεση•

    -ые данные αριθμητικά στοιχεία.

    Большой русско-греческий словарь > числовой

  • 17 association

    1) σωματείο
    2) αλληλουχία
    3) σύνδεσμος
    4) ένωση
    5) λέσχη
    6) συνεταιρισμός
    7) όμιλος
    8) σύλλογος

    Dictionnaire Français-Grec > association

  • 18 succession

    1) διαδοχή
    2) αλληλουχία

    Dictionnaire Français-Grec > succession

  • 19 následnost

    1) αλληλουχία
    2) διαδοχή

    Česká-řecký slovník > následnost

  • 20 posloupnost

    1) αλληλουχία
    2) διαδοχή
    3) σειρά

    Česká-řecký slovník > posloupnost

См. также в других словарях:

  • ἀλληλουχία — ἀλληλουχίᾱ , ἀλληλουχία holding together fem nom/voc/acc dual ἀλληλουχίᾱ , ἀλληλουχία holding together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίᾳ — ἀλληλουχίᾱͅ , ἀλληλουχία holding together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλουχία — η 1. ημεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, που εξελίσσονται μέσα στο χρόνο, συνοχή και ακολουθία: Υπάρχει αλληλουχία στις διάφορες μεταμορφώσεις της κάμπιας. 2. αιτιώδης σχέση ή εξάρτηση: Εκθέτει τις ιδέες του χωρίς λογική αλληλουχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλουχία — Η αμοιβαία σύνδεση· η συνάφεια· η λογική συγκρότηση· η συνοχή. (Φιλοσ.) Η λογική προσαρμογή των ιδεών μεταξύ τους, ο στενός δεσμός των φαινομένων. Σχετικά με το περιεχόμενο της α. διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός (200 250… …   Dictionary of Greek

  • ἀλληλουχίας — ἀλληλουχίᾱς , ἀλληλουχία holding together fem acc pl ἀλληλουχίᾱς , ἀλληλουχία holding together fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίαι — ἀλληλουχίᾱͅ , ἀλληλουχία holding together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίαν — ἀλληλουχίᾱν , ἀλληλουχία holding together fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίῃ — ἀλληλουχία holding together fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»