-
1 αλληλογραφία
ἀλληλογραφίᾱ, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem nom /voc /acc dualἀλληλογραφίᾱ, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀλληλογραφίᾱͅ, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αλληλογραφία
η переписка; корреспонденция;εκπαίδευση με αλληλογραφία ( — или δι· αλληλογραφίας) — заочное обучение;
έχω αλληλογραφία με κάποιον — состоять, быть в переписке, переписываться с кем-л.
-
3 ἀλληλογραφία
Βλ. λ. αλληλογραφία -
4 ἀλληλογραφίᾳ
Βλ. λ. αλληλογραφία -
5 αλληλογραφία
[аллилографиа] ουσ θ переписка, корреспонденция. -
6 ἀλληλογραφία
ἀλληλο-γραφία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλληλογραφία
-
7 αλληλογραφία
yazışma, mektuplaşma -
8 αλληλογραφία
1) correspondance2) courrier -
9 αλληλογραφία
1) korespondencja (f) rzecz.2) odpowiedniość (f) rzecz.3) zgodność (f) rzecz. -
10 αλληλογραφία
1) dopisování2) shoda -
11 αλληλογραφία
correspondenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αλληλογραφία
-
12 αλληλογραφίας
ἀλληλογραφίᾱς, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem acc plἀλληλογραφίᾱς, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ἀλληλογραφίας
ἀλληλογραφίᾱς, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem acc plἀλληλογραφίᾱς, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 αλληλογραφίαι
ἀλληλογραφίᾱͅ, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 ἀλληλογραφίαι
ἀλληλογραφίᾱͅ, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 αλληλογραφίαν
ἀλληλογραφίᾱν, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 ἀλληλογραφίαν
ἀλληλογραφίᾱν, ἀλληλογραφίαwriting of amoebaean poems: fem acc sg (attic doric aeolic) -
18 εκπαίδευση
[-ις (-εως)] η1) воспитание; 2) обучение, образование; подготовка;κατωτέρα (στοιχειώδης) εκπαίδευση — начальное образование;
ανωτέρα (μέση) εκπαίδευση — высшее (среднее) образование;
η δωρεάν εκπαίδευση — бесплатное образование;
επταετής (δεκαετής) εκπαίδευση — семилетнее (десятилетнее) обучение;
μικτή εκπαίδ — совместное обучение;
γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение;
επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση — профессионально-техническое обучение;
δημοσία ( — или λαϊκή) εκπαίδ — народное образование;
εκπαίδευση με αλληλογραφία — заочное обучение;
3) воен, боевая подготовка;στρατιωτική εκπαίδευση — военная подготовка;
Κέντρο εκπαίδεύσεως νεοσύλλεκτων — центр военной подготовки новобранцев
-
19 υπηρεσιακός
η, ό[ν]1) служебный;υπηρεσιακό έγγραφο — служебный документ;
υπηρεσιακή κυβέρνηση — служебное правительство;
υπηρεσιακή αποστολή — служебная командировка;
υπηρεσιακά καθήκοντα — служебные обязанности;
2) ведомственный;υπηρεσιακή αλληλογραφία — ведомственная переписка;
3) добросовестно исполняющий свои служебные обязанности, свой служебный долг
См. также в других словарях:
ἀλληλογραφία — ἀλληλογραφίᾱ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem nom/voc/acc dual ἀλληλογραφίᾱ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλογραφία η — αλληλογραφία, η η ανταλλαγή επιστολών, σημειωμάτων ή εγγράφων: Για κάμποσα χρόνια είχαμε πυκνή αλληλογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλληλογραφίᾳ — ἀλληλογραφίᾱͅ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική αλληλογραφία — Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο … Dictionary of Greek
ἀλληλογραφίας — ἀλληλογραφίᾱς , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem acc pl ἀλληλογραφίᾱς , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλογραφίαι — ἀλληλογραφίᾱͅ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλογραφίαν — ἀλληλογραφίᾱν , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… … Dictionary of Greek
Nicolas Calas — Nombre completo Nicolas Calas (Nikos Kalamaris) Νικόλαος Κάλας (Νίκος Καλαμάρης) Nacimiento 1931 Lausana, Suiza Defunción 1988 Nueva York … Wikipedia Español
Nicolas Calas — (Nikos Kalamaris) Νικόλαος Κάλας (Νίκος Καλαμάρης) Born 1931 Lausanne, Switzerland Died 1988 New York Pen name Also: Nikitas Randos (Νικήτας Ράντος), M. Spieros (Μ. Σπιέρος) Occupation … Wikipedia