-
1 точный
ακριβής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > точный
-
2 ponctuel
ακριβής -
3 précis
ακριβής -
4 exaktní
ακριβής -
5 precizní
ακριβής -
6 accurate
ακριβής -
7 neat
ακριβής -
8 precyzyjny
ακριβής -
9 punktualny
ακριβής -
10 dakik
ακριβής, λεπτολόγος -
11 точный
точный ακριβής; σωστός, πιστός (правильный )9 ταχτικός (пунктуальный)' \точный перевод η ακριβής μετάφραση; быть \точныйым είμαι ταχτικός* * *ακριβής; σωστός, πιστός ( правильный); ταχτικός ( пунктуальный)то́чный перево́д — η ακριβής μετάφραση
быть то́чным — είμαι ταχτικός
-
12 верный
верн||ыйприл1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:\верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:\верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):\верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:\верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:\верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος. -
13 точный
точн||ыйприл ἀκριβής/ τακτικός (аккуратный)/ πιστός, σωστός (правильный):\точныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \точныйая информация οἱ σωστές πληροφορίες· δτοτ перевод не \точныйый αὐτή ἡ μετάφραση δέν εἶναι πιστή· он очень \точныйый человек εἶναι πολύ τακτικός ἄνθρωπος· \точныйый прибор τό μηχάνημα ἀκριβείας· \точныйые науки οἱ μαθηματικές ἐπιστήμες· \точныйая копия а) τό ἀκριβές ἀντίγραφο, б) перен ἰδιος κι ἀπαράλλαχτος· быть \точныйым εἶμαι ἀκριβής. -
14 точный
επ. βρ: -чен, -чна, -чно.1. ακριβής• σωστός•точный вес ακριβές ζύγισμα•
-ое время ακριβής χρόνος ή ώρα•
-ые весы ζυγαριά ακριβείας•
-ые приборы ακριβή όργανα•
-ая стрельба εύστοχη βολή.
2. συγκεκριμένος•-ые инструкции ακριβείς οδηγίες•
точный адрес ακριβής διεύθυνση.
|| τακτικός•точный человек τακτικός άνθρωπος.
3. παλ. όμοιος, ίδιος.εκφρ.- ые науки – οι θετικές επιστήμες. -
15 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
16 аккуратный
аккуратный 1) ταχτικός, επιμελής 2) (точный ) ακριβής* * *1) ταχτικός, επιμελής2) ( точный) ακριβής -
17 верный
верный 1) (преданный) πιστός, έμπιστος \верныйые друзья οι πιστοί φίλοι 2) (правильный) σωστός, ορθός· ακριβής (точный)' \верныйое решение η ορθή λύση 3) (надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστος· из \верныйых источников από σίγουρη πηγή* * *1) ( преданный) πιστός, έμπιστοςве́рные друзья́ — οι πιστοί φίλοι
2) ( правильный) σωστός, ορθός; ακριβής ( точный)ве́рное реше́ние — η ορθή λύση
3) ( надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστοςиз ве́рных исто́чников — από σίγουρη πηγή
-
18 меткий
меткий εύστοχος, ακριβής (точный)' επιτυχημένος (удачный)* * * -
19 чёткий
-
20 неукоснительный
неукоснительныйприл ἀκριβής, ὑποχρεωτικός:\неукоснительныйое исполнение ἡ ἀκριβής ἐκτέλεσις.
См. также в других словарях:
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
ακριβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς απόλυτα ορθός, κανονικός, σύμφωνος με την πραγματικότητα: Η πληροφορία που μας δόθηκε ήταν ακριβής. – Η ώρα που έχεις δεν είναι ακριβής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβῆς — ἀκριβάζω to be proud fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβής — ἀκρῑβής , ἀκριβής exact masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ἀκριβέστατ' — ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact adverbial superl ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc superl pl ἀκρῑβέστατε , ἀκριβής exact masc voc superl sg ἀκρῑβέσταται , ἀκριβής exact fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβῆ — ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)