-
1 ακροβυστια
-
2 ἀκροβυστία
-
3 ἀκροβυστία
{сущ., 20}крайняя плоть; перен. необрезание, язычество, языческий мир.Ссылки: Деян. 11:3; Рим. 2:25-27; 3:30; 4:9-12; 1Кор. 7:18, 19; Гал. 2:7; 5:6; 6:15; Еф. 2:11; Кол. 2:13; 3:11. LXX: 6190 (הָלרְָע).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκροβυστία
-
4 ακροβυστία
{сущ., 20}крайняя плоть; перен. необрезание, язычество, языческий мир.Ссылки: Деян. 11:3; Рим. 2:25-27; 3:30; 4:9-12; 1Кор. 7:18, 19; Гал. 2:7; 5:6; 6:15; Еф. 2:11; Кол. 2:13; 3:11. LXX: 6190 (הָלרְָע).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακροβυστία
-
5 ἀκροβυστία
необрезаниенеобрезанием необрезанность необрезанными ἀκροβυστίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκροβυστία
-
6 ἀκροβυστίᾳ
необрезанностиἀκροβυστίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκροβυστίᾳ
-
7 ἀκροβυστία
крайняя плоть; перен. необрезание, язычество, языческий мир; LXX: (עָרְלָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκροβυστία
-
8 ακροποσθια
ἡ Arst. = ἀκροβυστία См. ακροβυστια -
9 περιτομή
ἡ περιτομή 1. обрезание; 2. собир. обрезанные (т. е. иудеи) ant. ἀκροβυστία необрезанные, неиудеи -
10 203
{сущ., 20}крайняя плоть; перен. необрезание, язычество, языческий мир.Ссылки: Деян. 11:3; Рим. 2:25-27; 3:30; 4:9-12; 1Кор. 7:18, 19; Гал. 2:7; 5:6; 6:15; Еф. 2:11; Кол. 2:13; 3:11. LXX: 6190 (הָלרְָע).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 203
См. также в других словарях:
ἀκροβυστία — ἀκροβυστίᾱ , ἀκροβυστία foreskin fem nom/voc/acc dual ἀκροβυστίᾱ , ἀκροβυστία foreskin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβυστίᾳ — ἀκροβυστίαι , ἀκροβυστία foreskin fem nom/voc pl ἀκροβυστίᾱͅ , ἀκροβυστία foreskin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… … Dictionary of Greek
ακροβυστία ή ακροποσθία — Η άκρη του δέρματος του αντρικού μορίου, που καλύπτει τη βάλανο στη νηπιακή ηλικία. Στους Εβραίους (όπως και στους Αιγυπτίους και άλλους αρχαίους λαούς) συνηθίζονταν η περιτομή της α. ως είδος φυλετικής αναγνώρισης. Για τους ελληνίζοντες… … Dictionary of Greek
ἀκροβυστίας — ἀκροβυστίᾱς , ἀκροβυστία foreskin fem acc pl ἀκροβυστίᾱς , ἀκροβυστία foreskin fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβυστίαι — ἀκροβυστία foreskin fem nom/voc pl ἀκροβυστίᾱͅ , ἀκροβυστία foreskin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβυστίαν — ἀκροβυστίᾱν , ἀκροβυστία foreskin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβυστιῶν — ἀκροβυστία foreskin fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβυστίαις — ἀκροβυστία foreskin fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβυστώ — ἀκροβυστῶ ( έω) (Α) [ἀκρόβυστος] 1. δεν έχω υποστεί περιτομή, έχω ακροβυστία 2. αφαιρώ την ακροβυστία, κάνω περιτομή … Dictionary of Greek
ακροβύστιος — ο αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ακροβυστία. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού επιθ. ακρόβυστος ή ακροβύστης, πιθ. με επίδραση τής λ. ακροβυστία*] … Dictionary of Greek