-
1 минор
минорм1. муз. τό μινόρε, τό ἐλασσον2. (печальное настроение) ἡ ἀκεφιά, ἡ ἀθυμία. -
2 уныние
уны||ниес ἡ ἀθυμἰα, ἡ κατάθλιψη, ἡ μελαγχολία:наводить \уныниение φέρνω κατάθλιψη· впадать в \уныниение μέ πιάνει μελαγχολία. -
3 настроение
-я ουδ.1. διάθεση (ψυχική)•хорошее настроение καλή διάθεση, ευδιαθεσία•
плохое αδιαθεσία, δυσθυμία, αθυμιά, κακοκεφιά•
унылое настроение μελαγχολία, βαρυθυμιά•
испортить χαλνώ τη διάθεση•
быть не в -и δεν έχω κέφι•
у меня нет -я δεν έχω διάθεση.
2. επιθυμία, όρεξη•работать с -ем δουλεύω ορεξάτα.
εκφρ.настроение умов – διάθεση των πνευμάτων•человек -я – άνθρωπος ευμετάβλητων διαθέσεων. -
4 неохота
-ы θ.1. αθυμία, απροθυμία ανορεξία•с -ой ανόρεχτα, χωρίς διάθεση.
2. ως κατηγ. δεν υπάρχει διάθεση•мне неохота ехать на бал δεν έχω διάθεση να πάω στο χορό.
-
5 пониженный
επ. από μτχ.χαμηλός, μειωμένος, ελαττωμένος, κάτω τον κανονικού•-ая температура υποθερμία•
-ое настроение αθυμία, δυσθυμία, ανορεξία, ακεφιά, βαριοθυμιά.
См. также в других словарях:
ἀθυμία — ἀθῡμίᾱ , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc/acc dual ἀθῡμίᾱ , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυμίᾳ — ἀθῡμίαι , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc pl ἀθῡμίᾱͅ , ἀθυμία lack of spirit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυμία — η (Α ἀθυμία) [ἄθυμος] έλλειψη ευδιαθεσίας, βαρυθυμία, στενοχώρια αρχ. έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, δειλία … Dictionary of Greek
αθυμία — η έλλειψη καλής διάθεσης, ακεφιά: Τον τελευταίο καιρό κατεχόταν από μια αθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθυμίαι — ἀθῡμίαι , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc pl ἀθῡμίᾱͅ , ἀθυμία lack of spirit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυμίας — ἀθῡμίᾱς , ἀθυμία lack of spirit fem acc pl ἀθῡμίᾱς , ἀθυμία lack of spirit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Афимия — или Атимия (греч. άθυμία) бессилие, упадок духа … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
устрашение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (ἀθυμία) страх, малодушие; (φαυλισμός), презрение,… … Словарь церковнославянского языка
отънеможеньѥ — ОТЪНЕМОЖЕНЬ|Ѥ (4*), ˫А с. 1.Уныние: нощь прiде. столъ готовъ. ненавидѧщеи плещюще. въ ѿнеможенье бл҃го||ч(с)тное. (ἐν ἀϑυμίᾳ) ГБ к. XIV, 164–165. 2. Малодушие: ˫ако иному быти || ѿнеможень˫а година. аще и тако что подобаеть пострадати.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άθυμος — η, ο (Α ἄθυμος, ον) νεοελλ. δύσθυμος, άκεφος, στενοχωρημένος, μελαγχολικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός 2. ο μη θυμοειδής, ο δίχως οργή ή πάθος 3. ο μη ενθαρρυντικός, ο δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμός. ΠΑΡ. αθυμία,… … Dictionary of Greek
αθυμώ — (I) ( έω) (Α ἀθυμῶ) [ἄθυμος] κατέχομαι από αθυμία, είμαι μελαγχολικός, στενοχωρούμαι, λυπάμαι αρχ. φοβάμαι, ανησυχώ. (II) ἀθυμῶ ( όω) (Α) [ἄθυμος] αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω … Dictionary of Greek