-
1 αθανατος
2 и 3(θᾰ) бессмертный, неумирающий, непреходящий, вечный(θεοί Hom., Hes.; αἰγίς, κακόν Hom.; χάρις Her.; ἀρετή Soph.; φλόξ Arph.; σοφία Isocr.)
ἀ. ἀνήρ Her. «бессмертный» ( солдат из числа οἱ ἀθάνατοι 2) -
2 αθάνατος
αθάνατος, -η, -ο1) бессмертный, тот кто живет вечно;2) незабвенный, бессмертный, вечный: -
3 αθάνατος
-
4 ἀθάνατος
ἀ|θάνατος, ον бессмертный (ср. Афанасий) -
5 αθάνατος
[атаиатос] επ бессмертный. -
6 α-
ἀ-(ᾰ) приставка со знач.:1) отсутствия (ἀ privativum), соотв. русск. не- , без-2) совместности, объединения (ἀ copulativum), соотв. русск. равно-, одно- , совместно, со-3) усиления (ἀ intensivum), соотв. русск. сильно, весьма(ἄξυλος, ἄβρομος)
4) чисто фонетическая приставка, не влияющая на смысл слова (ἀ protheticum, тж. paremphaticum, euphonicum)(ἀβληχρός вм. βληχρός)
-
7 αγηραος
стяж. ἀγήρως 2(acc. ἀγήρων и ἀγήρω pl.: nom. ἀγήρῳ, dat. ἀγήρῳς, acc. ἀγήρως) нестареющий, неувядающий, непреходящий, вечный(ἀθάνατος καὴ ἀ. Hom., Hes.; κῦδος Pind.; χάρις Eur.; ἔπαινος Thuc.; πάθος Plat.)
ἀ. χρόνῳ Soph. — вечно юный -
8 αδιαφθορος
21) неиспорченный(ὕδωρ Plat.)
2) чистый, беспримесный(χρυσός Plut.)
3) неиспорченный, неразвращенный, непорочный(ψυχή Dem.; παρθένος Plut.; γυνή Diod.)
4) неподкупный, честный(δικασταί Plat.; μάρτυρες Arst.)
5) непреходящий, нетленный(ἀθάνατος καὴ ἀ. Plat.)
-
9 ανωλεθρος
-
10 απαυστος
-
11 αφθιτος
несокрушимый, непреходящий, вечный(θρόνος Hom.; ἀθάνατος καὴ ἄ. HH.; Στύξ Hes.; ὄπις θεῶν Pind.; γᾶ Soph.; θεοί Eur.; πῦρ Aesch., Plut.)
-
12 ινδαλλομαι
(только praes. и impf. ἰνδαλλόμην)1) представляться, казаться(δείκελον ἰνδάλλεται Agesianax ap. Plut.)
μοὴ ἀθάνατος ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι Hom. — (Нестор) кажется мне на вид бессмертным (богом);ἰνδάλλεται ὁμοιότατός τινος Arph. — он кажется в высшей степени похожим на кого-л.;ὣς ἐρέω, ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ (acc. ςεματιοξισ) Hom. — расскажу (об Одиссее) так, как он представляется в (моем) воспоминании2) быть схожим, походить, уподобляться(τινι Arph., Plat.)
τὸ ἰνδαλλόμενον Plat. — подобие, видимость, образ;τὰ διὰ πάσης αἰσθήσεως ἰνδαλλόμενα ἡμῖν Arst. — всякие наши чувственные образы, представления -
13 Τρισάγιος Ύμνος
Τρισάγιος Ύμνος οТрисвятое – молитва Пресвятой Троице:Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς — Святый Боже, Святый Крепкий, Святый Бессмертный, помилуй нас (читается трижды)
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Τρισάγιος Ύμνος
См. также в других словарях:
ἀθάνατος — undying masc nom sg (epic) ἀθάνατος undying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek
αθάνατος — η, ο 1. αυτός που δεν πεθαίνει, απέθαντος: Η ψυχή είναι αθάνατη. 2. ένδοξος, αλησμόνητος: Οι αθάνατοι ήρωες του Εικοσιένα. 3. στερεός, αχάλαστος (για συγκεκριμένα πράγματα): Αυτό το ύφασμα είναι αθάνατο. 4. αυτός που δίνει αθανασία: Πάω γι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αθάνατος, Κώστας — (Καλαμάτα 1896 – Αθήνα 1970). Ψευδώνυμο του δημοσιογράφου Κώστα Καραμούζη. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ως πολεμικός ανταποκριτής συγκέντρωσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του Περπατώντας η Δόξα. Τα… … Dictionary of Greek
ἀθανατώτερον — ἀθάνατος undying adverbial comp (epic) ἀθάνατος undying masc acc comp sg (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp sg (epic) ἀθάνατος undying masc acc comp sg ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp sg ἀθάνατος undying adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανατωτέρων — ἀθάνατος undying fem gen comp pl (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen comp pl (epic) ἀθάνατος undying fem gen comp pl ἀθάνατος undying masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτω — ἀθάνατος undying masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἀθάνατος undying masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀθάνατος undying masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱θανάτω , ἀθανατόω make immortal imperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτως — ἀθάνατος undying adverbial (epic) ἀθάνατος undying masc acc pl (epic doric) ἀθάνατος undying adverbial ἀθάνατος undying masc/fem acc pl (doric) ἀ̱θανάτως , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀθανατόω make immortal imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάνατον — ἀθάνατος undying masc acc sg (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc sg (epic) ἀθάνατος undying masc/fem acc sg ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτων — ἀθάνατος undying fem gen pl (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen pl (epic) ἀθάνατος undying masc/fem/neut gen pl ἀ̱θανάτων , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱θανάτων , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανατώτερα — ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp pl (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)