Перевод: с немецкого на все языки
ἀεργός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ἀεργός — not working masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… … Dictionary of Greek
άεργος — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… … Dictionary of Greek
άεργος — η, ο αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά (βλ. και άνεργος):Όσο τον θυμότανε πάντα άεργος ήταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀεργόν — ἀεργός not working masc/fem acc sg ἀεργός not working neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργότατον — ἀεργός not working masc acc superl sg ἀεργός not working neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργοῖς — ἀεργός not working masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργοί — ἀεργός not working masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργοῦ — ἀεργός not working masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργούς — ἀεργός not working masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργά — ἀεργός not working neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)