-
1 алмаз
мин. о αδάμας, το διαμάντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > алмаз
-
2 бриллиант
(огранённый алмаз) о (κατεργασμένος) αδάμας, το διαμάντι, το μπριλάντι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бриллиант
-
3 брильянт
(огранённый алмаз) о (κατεργασμένος) αδάμας, το διαμάντι, το μπριλάντι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брильянт
-
4 карбонадо
ο μέγας αδάμας, το μαύρο διαμάντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карбонадо
-
5 алмаз
алмазм τό διαμάντι, ὁ ἀδάμας. -
6 алмаз
а α.διαμάντι, αδάμας.
См. также в других словарях:
αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… … Dictionary of Greek
Αδάμας — Sp Adãmas Ap Αδάμας/Adamas L Kikladų ss. (Milo s.), Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ἀδάμας — Ἀδάμᾱς , Ἀδάμας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάμας — ἀδάμᾱς , ἀδάμας unconquerable masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδάμας — ο αντος, βλ. διαμάντι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδάμαντα — ἀδάμας unconquerable neut nom/voc/acc pl ἀδάμας unconquerable masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АДАМАНТ — • Άδάμας, adamas (неодолимый), упоминаемый впервые у Гесиода мифический металл сталь, которая по своей твердости служила будто бы материалом для различных орудий, употреблявшихся богами, напр. для серпа Крона (Hesiod. theog. 161), для … Реальный словарь классических древностей
Ἀδάμα — Ἀδάμας masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδάμαν — Ἀδάμας masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδάμαντα — Ἀδάμας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδάμαντας — Ἀδάμας masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)