Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ἀγωνία

  • 1 αγωνία

    [агониа] ουσ. Θ. агония, тревога.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγωνία

  • 2 мука

    θ.
    βάσανο, μαρτύριο, αγωνία, άγχος•
    επιθανάτια αγωνία•

    -и ревности το βάσανο της ζήλειας•

    -и голода το μαρτύριο της πείνας•

    -и ожидания η αγωνία αναμονής•

    - и ада παλ. τα μαρτύρια της κόλασης•

    вечные -и αιώνια βάσανα.

    II
    θ. αλεύρι, άλευρο•

    пшеничная το σιτάλευρο•

    кукурузная мука καλαμποκάλευρο, αραβοσιτάλευρο•

    ржаная мука σικαλίσιο αλεύρι ή βριζάλευρο•

    ячменная мука κριθάλευρο•

    картофельная мука πατατάλευρο•

    костяная мука οστεάλευρο.

    || σκόνη•

    мраморная мука μαρμαρόσκονη.

    εκφρ.
    перемелется мука будет – σιγά-σιγά όλα θα γίνουν ή αγάλια-αγάλια γίνετ η αγουρίδα μέλι.

    Большой русско-греческий словарь > мука

  • 3 замирание

    замирание
    с τό σταμάτημα, ἡ νέκρωση:
    с \замиранием сердца μέ σφιγμένη τήν καρδιά, μέ ἀγωνία.

    Русско-новогреческий словарь > замирание

  • 4 тоска

    тоск||а
    ж
    1. ἡ μελαγχολία, ἡ θλίψη, ἡ βαρυθυμιά/ τό μαράζι (томление):
    \тоска по ро́дние ἡ νοσταλγία· предсмертная \тоска ἡ ἐπιθανάτιος (αγωνία)·
    2. (скука) ἡ ἀνία, ἡ πλήξη:
    наводить \тоскау́ προκαλώ πλήξη· разогнать \тоскау́ διασκεδάζω τήν ἀνία μου.

    Русско-новогреческий словарь > тоска

  • 5 тревога

    тревог||а
    ж
    1. (беспокойство) ἡ ἀνησυχία, ἡ ἀδημονία, ἡ ἀγωνία:
    быть в крайней \тревогае εἶμαι πάρα πολύ ἀνήσυχος·
    2. (сигнал) ὁ συναγερμός:
    возду́шная \тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός· ложная \тревога ὁ ψεύτικος συναγερμός.

    Русско-новогреческий словарь > тревога

  • 6 агония

    θ.
    αγωνία• άγχος.

    Большой русско-греческий словарь > агония

  • 7 душевный

    επ.
    1. ψυχικός•

    -ое потрясение ψυχικός κλονισμός•

    с -ым прискорбием με θλιμμένη την ψυχή•

    -ое спокойствие ψυχική γαλήνη, ψυχική λύτρωση (σωτηρία)•

    -ое беспокойство ψυχική ταραχή (αγωνία, αδημονία)•

    -ая тревога ψυχικός τρόμος•

    душевный больной ψυχοπαθής.

    2. εγκάρδιος, ειλικρινής•

    душевный разговор εγκάρδια συνομιλία•

    -ая признательность ειλικρινής ευγνωμοσύνη.

    || καλός, χρηστός, φιλάγαθος, καλόψυχος•

    душевный человек καλόψυχος άνθρωπος.

    εκφρ.
    -ые болезни (ή заболевания) – ψυχικές ασθένειες.

    Большой русско-греческий словарь > душевный

  • 8 предсмертный

    επ.
    επιθανάτιος•

    -ая агония επιθανάτια αγωνία•

    предсмертный вздох επιθανάτιος ρόγχος•

    предсмертный час η ώρα του θανάτου.

    || πριν το θάνατο•

    -ое завещание η πριν το θάνατο διαθήκη (παραγγελία).

    Большой русско-греческий словарь > предсмертный

См. также в других словарях:

  • ἀγωνία — ἀγωνίᾱ , ἀγωνία contest fem nom/voc/acc dual ἀγωνίᾱ , ἀγωνία contest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱ , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγωνίᾱ , ἀγωνιάω contend eagerly pres imperat act 2nd sg ἀγωνίᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …   Dictionary of Greek

  • ἀγωνίᾳ — ἀγωνίαι , ἀγωνία contest fem nom/voc pl ἀγωνίᾱͅ , ἀγωνία contest fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνία — η μεγάλη στενοχώρια, αδημονία: Με μεγάλη αγωνία περίμενε την ημέρα αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγωνιᾶ — ἀγωνιάω contend eagerly pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιᾷ — ἀγωνιάω contend eagerly pres subj mp 2nd sg ἀγωνιάω contend eagerly pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres subj act 3rd sg ἀγωνιάω contend eagerly pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνια — ἀγώνιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίας — ἀγωνίᾱς , ἀγωνία contest fem acc pl ἀγωνίᾱς , ἀγωνία contest fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀγωνίᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγωνίας — ἀγωνίᾱς , ἀγωνία contest fem acc pl ἀγωνίᾱς , ἀγωνία contest fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίαν — ἀγωνίᾱν , ἀγωνία contest fem acc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιάσας — ἀγωνιά̱σᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly pres part act fem acc pl (doric) ἀγωνιά̱σᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly pres part act fem gen sg (doric) ἀγωνιά̱σᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»