Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ἀγχί-τοκος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
λυσίτοκος — λυσίτοκος, ον (Α) αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχί τοκος, νεό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
αγχίτοκος — ἀγχίτοκος, ον (Α) 1. γενικά, αυτός που βρίσκεται κοντά στον τοκετό 2. (για γυναίκες) επίτοκη, ετοιμόγεννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + τόκος] … Dictionary of Greek