-
1 Country
subs.As opposed to town: P. and V. ἀγρός, ὁ, or pl., χώρα, ἡ.From the country, adv.: V. ἀγρόθεν.Up country: see Inland.——————adj.Rural: Ar. and P. ἄγροικος, V. ἀγρώστης (Soph., frag.), ἄγραυλος.Provincial: P. and V. ἀρουραῖος (Æsch., frag.).Country life, subs.: Ar. βίος ἄγροικος, ὁ.Of the state: P. πολιτικός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Country
См. также в других словарях:
αγρόθεν — ἀγρόθεν επίρρ. (Α) [ἀγρός] από τους αγρούς, από την εξοχή … Dictionary of Greek
ἀγρόθεν — from the country indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek