-
1 marché
αγορά -
2 kup
αγορά -
3 kupování
αγορά -
4 nákup
αγορά -
5 market
αγορά -
6 kupno
αγορά -
7 rynek
αγορά -
8 sprawunek
αγορά -
9 targ
αγορά -
10 zakup
αγορά -
11 рынок
-нка α.1. αγορά, παζάρι• λαίκή αγορά•сходить на рынок πηγαίνω στην αγορά.
2. σφαίρα οικονομική•внешний рынок η αγορά του εξωτερικού•
внутренний рынок η εσωτερική αγορά•
мировой рынок η παγκόσμια αγορά•
борьба капиталистов за -и αγώνας των καπιταλιστών για αγορές.
-
12 базар
базар м η αγορά, το παζάρι книжный \базар η βιβλιεμπορική αγορά* * *мη αγορά, το παζάριкни́жный база́р — η βιβλιεμπορική αγορά
-
13 рынок
рынок м η αγορά, το παζάρι; \рынок сбыта η αγορά κατανάλωσης* * *мη αγορά, το παζάριры́нок сбы́та — η αγορά κατανάλωσης
-
14 рынок
рын||окм1. ἡ ἀγορά, τό παζάρι:зеленной \рынок ἡ λαχαναγορἄ2. эк· ἡ ἀγορά:мировой \рынок ἡ παγκόσμια ἀγορά· \рынок сбыта ἀγορά κατανάλωσης. -
15 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
16 скупка
скупкаж (действие) ἡ ἀγορά, ἡ προ-αγορά \скупка товаров ἡ ἀγορά ἐμπορευμάτων. -
17 market
1. noun1) (a public place where people meet to buy and sell or the public event at which this happens: He has a clothes stall in the market.) αγορά2) ((a place where there is) a demand for certain things: There is a market for cotton goods in hot countries.) αγορά2. verb(to (attempt to) sell: I produce the goods and my brother markets them all over the world.) πουλώ,διοχετεύω στην αγορά- marketing
- market-garden
- market-place
- market-square
- market price/value
- market research
- be on the market -
18 скупка
-и θ.αγορά•скупка леса αγορά ξυλείας•
скупка краденного преследуется законом η αγορά κλοπιμαίων διώκεται από το νόμο.
-
19 посредник
ο μεσίτ/ης, ο μεσολαβητής, ο μεσάζωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > посредник
-
20 рынок
1. (место розничной торговли) η αγορά 2. эк. η αγοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рынок
См. также в других словарях:
ἀγορά — ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc/acc dual ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγορά — Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc/acc dual Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορᾷ — ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγορά — η 1. η προμήθεια με χρήματα πραγμάτων, το ψώνισμα: Σήμερα έχω να κάνω ορισμένες αγορές. 2. ο ορισμένος για αγοραπωλησίες τόπος: Πάω στην αγορά για ψώνια. 3. η προσφορά και ζήτηση στα χρηματιστήρια διαφόρων αξιών ή εμπορευμάτων: Η αγορά σήμερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγορᾶ — ἀγοράζω frequent the fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγορᾷ — Ἀγορή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλφιτόπολις, αγορά — Ονομασία που είχαν στην αρχαιότητα η αλευραγορά και σιταγορά της Αθήνας και εκείνη του Πειραιά. Η πρώτη βρισκόταν κοντά στη Μακρά Στοά της μεγάλης αγοράς και η δεύτερη στη θέση της σημερινής πλατείας Καραϊσκάκη … Dictionary of Greek
Κοινή Αγορά — Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση … Dictionary of Greek
τἀγορᾷ — ἀγορᾷ , ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)