-
1 идеально
τέλεια, ιδανικά, ιδεώδη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > идеально
-
2 точка
точка ж 1) το σημείο 2) (знак препинания) η τελεία; \точка с запятой η άνω τελεία ◇ \точка зрения η άποψη* * *ж1) το σημείο2) ( знак препинания) η τελείαто́чка с запято́й — η άνω τελεία
••то́чка зре́ния — η άποψη
-
3 точка
точка 1-и θ.1. στίξη, στιγμή,μτφ. σημαδάκι.2. (γραμμ.) η τελεία.3. σημείο, μέρος•точка пересечения σημείο τομής ή διασταύρωσης•
точка касания дуги с прямой το σημείο επαφής του τόξου με την ευθεία•
точка опоры το. σημείο στήριξης•
точка попадания снарядов σημείο πτώσης των βλημάτων•
наивысшая точка το υψηλότερο σημείο•
пулемтная точка φωλιά πολυβόλου•
торговая точка μαγαζί• περίπτερο.
|| όριο•кипения σημείο βρασμού (ζέσης)•
точка плавл-ния σημείο τήξης•
точка замерзания σημείο ψύξης.
4. ω? κατήγ. τέλος, φτάνει•ещё пол часа поработаю и -! ακόμα μισή ώρα θα δουλέψω και τελειώνω.
5. τέλος, θάνατος, χαμός.εκφρ.дветочкаи – η διπλή τελεία (:)• точка с запятой η άνω τελεία στα ρωσικά (;) точка в -у απόλυτη ακρίβεια, ίσα-ίσα, ακριβής σύμπτωση•до -и (дойти, довести) – στο έπακρο• στο αμήν•доточкаи (знать, видеть) – λεπτομερέστατα, με κάθε λεπτομέρεια•ставит -у – βάζω τελεία και παύλα (βάζω οριστικό τέρμα)•ставить -у, -и на ή над – (προεπαναστατικά)• α) διευκρινίζω λεπτομερέστατα, β) οδηγώ σε λογικό συμπέρασμα•попасть в (самую) -у – α) βρίσκω το στόχο στο κέντρο, β) μαντεύω ακριβώς ή λέγω κάτι πολύ πετυχημένο•смотреть (глядть) вод-ну -у – καρφώνω το μάτι σ ένα σημείο.точка 2-и θ.1. τρόχισμα, ακόνισμα.2. τόρνευση. || σκάλισμα, λάξευση. -
4 Знаки препинания
Τα σημεία της στίξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > Знаки препинания
-
5 двоеточие
грам. η διπλή τελεία, η άνω και κάτω τελεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двоеточие
-
6 полностью
-
7 совершенство
совершенство с η τελειότητα, η εντέλεια, η αρτιότητα; в \совершенствое στην εντέλεια· в \совершенствое владеть иностранным языком κατέχω τέλεια την ξένη γλώσσα* * *сη τελειότητα, η εντέλεια, η αρτιότηταв соверше́нстве — στην εντέλεια
в соверше́нстве владе́ть иностра́нным языко́м — κατέχω τέλεια την ξένη γλώσσα
-
8 точка
точк||а I ж ἡ τελεία, ἡ στιγμή (тж. муз.)/ фиэ., мех., мат тж. перен τό σημείο[ν]:\точка с запятой ἡ ἄνω τελεία· \точка кипения (замерзания) τό σημείο βρασμοδ (πήξεως)· \точка опоры τό σημείο στήριξης, τό στήριγμα· исходная \точка ἡ ἀφετηρίά са́мая высокая \точка хребта τό ὑψηλότερο σημείο βουνοδ· ◊ \точка зрения ἡ ἄποψη [-ις]· попасть в (самую) \точкау βρίσκω τόν στόχο· вода́ достигла самой высокой \точкаи ἡ στάθμη той νεροῦ ἀνήλθε στό ἀνώτατο σημείο· дойти до \точкаи φθάνω στό κατακόρυφο, φτάνω στά ἔσχατα· сдвинуть дело с мертвой \точкаи κινώ (или προωθώ) μιά δουλειά· \точка в \точкау ἀκριβώς· ставить \точкау над «и» μιλώ ξεκάθαρα, ἀκριβολογώ, λέγω τήν κυριολεξία· огневая \точка воен. ἡ ἐστία πυρός.точка II ж (действие) τό ἀκόνισμα, τό τρόχισμα. -
9 горение
η καύσηподдерживать - συντηρώ/διατηρώ την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горение
-
10 индукция
η (αυτ)επαγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индукция
-
11 точка
I. 1. (мат., мех., физ.) το σημείο- αναφοράςкардинальная - опт. κύριο -- ζέσηςкритическая - κρίσιμο -, οριακό -- привязки (геод.топ.) - αναφοράς, σταθερό -счислимая (нвг.) - το αναμετρηθέν στίγμαузловая мат. - κόμβου2.(знак препинания) η τελεία 3. (графический знак) η κουκίδα. II. (затачивание) см. точение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > точка
-
12 упругость
1. (свойство тела восстанавливать форму и объём) η ελαστικότηταη ευκαμψίαη ευλυγισία2.(пара) η πίεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упругость
-
13 крест
крестм в разн. знач. ὁ σταυρός· ◊ Красный Крест ὁ 'Ερυθρός Σταυρός· поставить \крест на ком-л., на чем-л. разг ξεγράφω κάποιον, βάζω τελεία καί παῦλα σέ κάτι. -
14 совершенно
совершеннонареч1. τελείως, ἐντελώς, ὁλότελα:\совершенно незнакомый человек τελείως (или ἐντελώς) ἄγνωστος ἄν-θρωπος· \совершенно верно πολύ σωστά· вы \совершенно правы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο· я \совершенно убежден, что... εἶμαι ἀπολύτως πεπεισμένος..., τό πιστεύω ἀπόλυτα...· он \совершенно неповинен εἶναι ἐντελώς ἀθῶος·2. (в совершенстве) τέλεια, στήν ἐντέλεια. -
15 точка
[τότσκα] ουσ θ. τελεία -
16 точка
[τότσκα] ουσ θ. τελεία -
17 доучить
-учу, -учишь ρ.σ.μ.1. απομαθαίνω• μαθαίνω τέλεια ή ως ένα βαθμό" доучить таблицу умножения μαθαίνω καλά την προπαίδεια της αριθμητικής•доучить ребнка до осени μαθαίνω ή προγυμνάζω το παιδί ως το Φθινόπωρο•
доучить стихотворение до середины μαθαίνω το ποίημα ως τη μέση.
1. αποπερατώνω τις σπουδές.2. μαθαίνω, σπουδάζω ως•доучить до восьмого класса φοιτώ ως την όγδοη τάξη•
доучить до зимы φοιτώ ως το χειμώνα.
3. μελετώ τόσο πολύ που...• он -лся до того, что заболел αυτός αρρώστησε α-πο την πολλή μελέτη. -
18 крест
-а α.σταυρός•деревянный крест ξύλινος σταυρός•
могильный крест επιτάφιος σταυρός•
флаг с -ом σημαία με σταυρό•
георгиевский -за храбрость ο σταυρός του Αγίου Γεωργίου για αντρεία.
|| μτφ. κακή τύχη, βάσανα, δεινά•безропотно нести свой крест αγόγγυστα κουβαλώ το σταυρό μου.
|| ως επίρ. -ом σταυρωτά•сложить руки -ом σταυρώνω τα χέρια.
εκφρ.болгарский крест – βουλγαρικός σταυρός (είδος κεντήματος με διπλό σταυρό)•крест накрест – σταυροειδώς, σταυρωτά• χιαστί•вот те крест – μα το σταυρό, μα το θεό, μα την πίστη•- а нет на ком – δεν έχει θεό απάνω του (άσπλαχνος), αθεόφοβος•поставить крест – βάζω τελεία και παύλα (οριστικός τερματισμός)•целовать крест – φιλώ το σταυρό (ορκιζόμενος)•оградить ή осенить себя -ом ή знамением -а – παλ. κάνω το σταυρό•распинать на крест – σταυρώνω, βάζω στο σταυρό•приложиться к -у – παλ. φιλώ (ασπάζομαι) το σταυρό. -
19 крестить
крещу, крестишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крещённый, βρ: -щён, -щена, щеноρ.δ. μ.1. βαφτίζω, βαπτίζω•крестить младенца βαφτίζω το βρέφος.
|| δίνω, βγάζω το όνομα.2. σταυρώνω, κάνω το σημείο του σταυρού πάνω σε κάποιον με το χέρι.3. σβήνω, διαγράφω, βάζω τελεία και παύλα.εκφρ.не детей крестить кому с кем – αυτοί μαζί τους δεν κουμπαριάζουν, δεν τα ταιριάζουν.1. βαφτίζομαι. || γίνομαι χριστιανός.2. κάνω το σταυρό (μου). -
20 пресечь
-секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. пресёк-секла, -секло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пресеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. σταματώ οριστικά, βάζω τέρμα ή τελεία και παύλα• βάζω φραγμό•войска -кли беспорядки τα στρατεύματα έβαλαν τέρμα στις ταραχές.
|| διακόπτω, κόβω•председательствующий преск его речь ο προεδερύων διέκοψε τον ομιλητή.
2. (παλ.) εμποδίζω•он пресёк ему дорогу αυτός του έκοψε το δρόμο•
пресечь сообщения с городом κόβω επικοινωνία με την πόλη.
σταματώ, παύω, κόβομαι•разговор прескся η συνομιλία κόπηκε•
голоса -клись οι φωνές έπαψαν.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τελεία — τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc/acc dual τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείᾳ — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεία — Επίθετο της θεάς Ήρας στη Στύμφαλο της Αρκαδίας, προστάτιδα του γάμου. Ναός της υπήρχε στη Μεγαλόπολη. Άλλος ναός της, στις Πλαταιές, ήταν ονομαστός για το εκεί μαρμάρινο άγαλμά της, έργο του Πραξιτέλη. * * * η, ΝΜΑ γραμμ. η στιγμή, σημείο στίξης … Dictionary of Greek
τελεία — η σημείο στίξης στο τέλος περιόδου, το οποίο δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει τέλειο, ολοκληρωμένο νόημα, η κάτω στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέλεια — τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείας — τελείᾱς , τέλειος perfect fem acc pl τελείᾱς , τέλειος perfect fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείαι — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείαν — τελείᾱν , τέλειος perfect fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλει' — τέλεια , τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl τέλειε , τέλειος perfect masc voc sg τέλειαι , τέλειος perfect fem nom/voc pl τέλειε , τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg τέλειε , τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek