-
1 gürültü
θόρυβος, βοη, βρόντηγμα, κρότος -
2 patırtı
θόρυβος, φασαρία, βαβούρα -
3 şamata
θόρυβος, φασαρία -
4 velvele
θόρυβος, οχλαγωγία -
5 zırıltı
θόρυβος, φασαρίο -
6 noise
θόρυβος -
7 шум
шумм ἡ φασαρία, ὁ θόρυβος/ ὁ κρότος (грохот)/ τό βούϊσμα (ветра, деревьев):неясный \шум ἀκαθόριστος θόρυβος· оглушительный \шум ἐκκωφαντικός θόρυβος' \шум и гам χαλασμός κόσμου· поднимать \шум κάνω κρότο, κάνω θόρυβο· наделать \шуму κάνω (или προκαλώ) θόρυβο· ◊ \шум в ушах τό βούίσμα στ' αὐτιά· много \шума из ничего́ πολύς θόρυβος γιά τό τίποτε. -
8 шум
-а (-у) α.1. θόρυβος, βουή, τύρβη, αχός•лёгкий шум ελαφρός (σιγανός) θόρυβος•
большой шум слышится μεγάλος θόρυβος ακούεται•
ветра η βουή του άνεμου•
шум волн η βουή των κυμάτων.
|| κρότος•шум шагов ο κρότος των βημάτων, το ποδοβολητό.
|| οχλοβοή, οχλαγωγία, χλαλοή• χάβρα. || φασαρία, φωνές.2. συζήτηση ζωηρή• ντόρος•много -а от ничего πολύς θόρυβος για το τίποτε.
3. θρόισμα, θρος•листьев το θρόισμα των φύλλων.
εκφρ.в голове – βούισμα στο κεφάλι•шум в ушах – βούισμα στ αυτιά. -
9 грохот
-
10 гул
-
11 шум
-
12 гомон
гомонм разг ἡ φασαρία, ὁ θόρυβος, τό βουητό:птичий \гомон τό πίπισμα, ὁ θόρυβος πουλιών. -
13 трескотня
-и θ.1. θόρυβος•трескотня пишущих машин θόρυβος των γραφομηχανών.
|| κρότος ακατάπαυστος•ружеиная трескотня συνεχείς πυροβολισμοί.
2. ακατάσχετη φλυαρία, λογοδιάρροια. -
14 шумно
επίρ.1. θορυβοδώς, με θόρυβο.2. ως κατηγ. είναι θόρυβος (τύρβη)•на улице уже шумно и людно στο δρόμο πια υπάρχει αρκετή κίνηση (θόρυβος και λαός).
-
15 Agitation
subs.Movement: P. κίνησις, ἡ.Mental agitation: P. and V. ἔκπληξις, ἡ, θόρυβος, ὁ, P. ταραχή, ἡ, V. ἀνακίνησις, ἡ, ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.Disturbance ( political or otherwise): P. and V. θόρυβος, ὁ, P. κίνησις, ἡ, ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ.Revolution: P. νεωτερισμός, ὁ; see Revolution.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Agitation
-
16 искажать
παραμορφών/ωшум - ет сигнал ο θόρυβος - ει το σήμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искажать
-
17 адский
адск||ийприл1. καταχθόνιος, σατανικός;2. перен (сильный) διαβολεμένος:\адский шум ὁ διαβολεμένος θόρυβος; \адскийая жара ἡ τρομερή ζέστη; \адский холод τό φοβερό (или τό διαβολεμένο) κρύο; ◊ \адскийая машина уст. ἡ ὠρολογιακή βόμβα. -
18 бедлам
бедламм разг ὁ θόρυβος, ἡ ὁχλαγωγία, ὁ σαματάς. -
19 возня
возн||яж разг1. ὁ θόρυβος, ἡ φασαρία, ἡ ταραχή / ὁ σαματᾶς (шум):поднимать \возняίο προκαλώ θόρυβο, σηκώνω φασαρία·2. (хлопоты) ὁ μπελᾶς, ἡ σκοτούρα, οἱ ἐγνοιες. -
20 галдеж
гал||дежм разг ὁ θόρυβος, ἡ φασαρία.
См. также в других словарях:
θόρυβος — noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… … Dictionary of Greek
θόρυβος — ο 1. ενοχλητικός ήχος, βοή: Πολύ θόρυβο κάνει το μηχανάκι. – Ακουγόταν από μακριά ο θόρυβος της μάχης. 2. απήχηση: Έκανε μεγάλο θόρυβο η νέα ταινία. 3. συζήτηση για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα: Οι τελευταίες δηλώσεις του πρωθυπουργού προκάλεσαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θορύβοις — θόρυβος noise masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβοισι — θόρυβος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβου — θόρυβος noise masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβους — θόρυβος noise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβων — θόρυβος noise masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβοι — θόρυβος noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβον — θόρυβος noise masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)