Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

сложить

  • 1 сложить

    сложить 1) δένω, ταχτοποιώ; \сложить вещи δένω τα πράγματα μου 2) (согнуть) διπλώνω; \сложить газету διπλώνω την εφημερίδα 3) мат. προσθέτω
    * * *
    1) δένω, ταχτοποιώ

    сложи́ть ве́щи — δένω τα πράγματά μου

    2) ( согнуть) διπλώνω

    сложи́ть газе́ту — διπλώνω την εφημερίδα

    3) мат. προσθέτω

    Русско-греческий словарь > сложить

  • 2 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 3 сложить

    слож||ить I
    ίι сов см складывать, слагать Ι, II и класть· ◊ \сложить голову σκοτώνομαι, πέφτω πολεμώντας· \сложить ору́-жяе καταθέτω τά ὅπλα· ендеть \сложитьа руки μέ φύλλα:
    \сложить пирог \сложитьое тесто ζυμαρικό κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια.

    Русско-новогреческий словарь > сложить

  • 4 сложить

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сложить

  • 5 складывать

    складывать см. сложить
    * * *

    Русско-греческий словарь > складывать

  • 6 скрестить

    1. (сложить крестом) σταυρώνω
    βάζω σταυρωτά/χιαστί
    2. биол. διασταυρώνω
    κάνω διασταύρωση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скрестить

  • 7 вдвое

    вдвое
    нареч δύο φορές, δίς/ στά δύο (пополам):
    \вдвое больше διπλάσια, δύο φορές περισσότερο; сложить \вдвое διπλώνω στά δύο.

    Русско-новогреческий словарь > вдвое

  • 8 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 9 кость

    кост||ь
    ж
    1. анат. τό ὀστοῦν, τό κόκκαλο:
    рыбья \кость τό ψαροκόκκαλο· та́зовая \кость τό ὀστοῦν τής λεκάνης· берцовая \кость τό κνημιαΐο ὁστοῦν, ἡ κνήμη· височная \кость τό κροταφικό ὁστοῦν лучевая \кость ἡ κερκίς· локтевая \кость ἡ ὠλενη·
    2. (игральная) τό ζάρι, ὁ κύβος, τό κότσι:
    игра в \костьи τό μπαρμπούτἰ игра́ть в \костьи παίζω ζάρια, παίζω μπαρμπούτι· ◊ слоновая \кость τό ἐλεφαντοκόκκαλο, τό ἐλεφα-ντοστοῦν, ὁ ἐλεφαντόδους, τό φίλντισι· промокнуть до \костьей γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· до мо́зга \костьей μέχρΓ μυελού ὀστέων, ὡς τό μεδούλι· лечь \костььми́ πέφτω νεκρός στή μάχη, σκοτώνομαι· сложить \костьи ἀφήνω τά κόκκαλα· кожа да \костьи πετσί καί κόκκαλο· язык без \костьей γλώσσα ψαλλίδι.

    Русско-новогреческий словарь > кость

  • 10 накрест

    накрест
    нареч σταυρωτά:
    крест\накрест σταυρωτά· сложить ру́ки крест-\накрест σταυρώνω τά χέρια.

    Русско-новогреческий словарь > накрест

  • 11 оружие

    ору́ж||ие
    с τό ὅπλο[ν] / собир. τά ὀπλα:
    огнестрельное \оружие τό πυροβόλο ὅπλο· холодное \оружие τά ἀγχέμαχα ὅπλα· атомное \оружие τό ἀτομικό ὅπλο· водородное \оружие τά ὑδρο-γονικά ὅπλα· химическое \оружие τά χημικά ὅπλα· браться за \оружие παίρνω τά ὀπλα призывать к \оружиеию καλῶ στά ὅπλα· сложить \оружие καταθέτω τά ὅπλα· бряцать \оружиеием κραδαίνω τά ὅπλα, φοβερίζω μέ τά ὅπλα· к \оружиеию! στά δ,πλα!

    Русско-новогреческий словарь > оружие

  • 12 вдвое

    επίρ.
    δυο φορές, δις•

    вдвое больше δυο φορές περισσότερο•

    вдвое меньше δυο φορές λιγότερο.

    || στα δυο, διπλά•

    сложить листок бумаги вдвое διπλώνω το φύλλο χαρτιού στα δυο.

    Большой русско-греческий словарь > вдвое

  • 13 втрое

    επίρ.
    τρεις φορές• σε τρία μέρη, μερίδες, στα τρία•

    втрое дороже τρεις φορές ακριβότερα•

    сложить бумагу втрое διπλώνω το χαρτί στά τρία•

    увеличить втрое τριπλασιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > втрое

  • 14 вчетверо

    επίρ.
    τέσσερις φορές, τετράκις, στα τέσσερα, σε τέσσερα μέρη•

    вчетверо больше τέσσερις φορές περισσότερο•

    сложить бумагу -διπλώνω το χαρτί στα τέσσερα•

    увеличить τετραπλασιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > вчетверо

  • 15 вшестеро

    επίρ.
    έξι φορές, εξάκις, στα έξι, σε έξι μέρη•

    сложить вшестеро διπλώνω στα έξι.

    Большой русско-греческий словарь > вшестеро

  • 16 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 17 крест

    α.
    σταυρός•

    деревянный крест ξύλινος σταυρός•

    могильный крест επιτάφιος σταυρός•

    флаг с -ом σημαία με σταυρό•

    георгиевский -за храбрость ο σταυρός του Αγίου Γεωργίου για αντρεία.

    || μτφ. κακή τύχη, βάσανα, δεινά•

    безропотно нести свой крест αγόγγυστα κουβαλώ το σταυρό μου.

    || ως επίρ. -ом σταυρωτά•

    сложить руки -ом σταυρώνω τα χέρια.

    εκφρ.
    болгарский крест – βουλγαρικός σταυρός (είδος κεντήματος με διπλό σταυρό)•
    крест накрест – σταυροειδώς, σταυρωτά• χιαστί•
    вот те крест – μα το σταυρό, μα το θεό, μα την πίστη•
    - а нет на ком – δεν έχει θεό απάνω του (άσπλαχνος), αθεόφοβος•
    поставить крест – βάζω τελεία και παύλα (οριστικός τερματισμός)•
    целовать крест – φιλώ το σταυρό (ορκιζόμενος)•
    оградить ή осенить себя -ом ή знамением -аπαλ. κάνω το σταυρό•
    распинать на крест – σταυρώνω, βάζω στο σταυρό•
    приложиться к -уπαλ. φιλώ (ασπάζομαι) το σταυρό.

    Большой русско-греческий словарь > крест

  • 18 мешок

    -шка α.
    1. σάκκος, σακκί, τσουβάλι,• походный мешок οδοιπορικός σάκκος•

    сложить вещи в мешок τακτοποιώ τα πράγματα στο τσουβάλι•

    таскать -и κουβαλώ τσουβάλια•

    вещевой мешок ο γυλιός του στρατιώτη.

    2. μτφ. άνθρωπος αργοκίνητος, αργός, μπάταλος.
    3. (στρατ.) πολιορκία, κύκλωση•

    полк попал в мешок το σύνταγμα κυκλώθηκε από παντού.

    4. κάλυκας λουλουδιού.
    εκφρ.
    золотой ή денежный мешок – (άνθρωπος) παραλής•
    - и под глазами – οιδήματα (εξογκώματα) κάτω από τα μάτια•
    сидеть -ом – (για ενδυμασία) κάθεται (στο σώμα) σαν τσουβάλι•
    точно (словно) из-за угла -ом ударенный ή прибитый – ανάπηρος διανοητικά, λειψός, χτυπημένος στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > мешок

  • 19 накрест

    επίρ.
    σταυρωτά•

    навязать платок накрест δένω το μαντήλι σταυρωτά•

    сидеть ногэ.ми κάθομαι σταυροπόδι•

    сложить накрест διπλώνω σταυρωτά.

    Большой русско-греческий словарь > накрест

  • 20 рупор

    α.
    1. τηλεβόας, μεγάφωνο, χωνΊ.
    2. μτφ. φερέφωνο.
    εκφρ.
    сложить ладони (руки) -ом – βάζω τις παλάμες στο στόμα σαν ηχείο.

    Большой русско-греческий словарь > рупор

См. также в других словарях:

  • СЛОЖИТЬ — сложу, сложишь, сов., что. 1. (несов. складывать). Положить вместе, в одно место, придав какой н. порядок. «В копны частые снопы сложены.» А.Кольцов. Сложить кирпичи штабелями. Сложить дрова в сарай. Сложить вещи в чемодан. Сложить книги. 2.… …   Толковый словарь Ушакова

  • СЛОЖИТЬ — СЛОЖИТЬ, сложу, сложишь; сложенный; совер., что. 1. см. класть. 2. Положить вместе в определённом порядке. С. книги. С. вещи. С. чемоданы. (также перен.: окончательно подготовиться к отъезду). 3. Прибавить одно к другому, произвести сложение 1… …   Толковый словарь Ожегова

  • сложить — См. извинять сидеть сложа руки... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. сложить уложить; интенсифицировать, положить; извинять Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • сложить — сложить, сложу, сложит; прош. сложил (неправильно сложил), сложила, сложило, сложили; дееприч. сложив и устарелое сложа и сложивши …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • сложить —   Сложи (сложа устар.) руки (сидеть; разг.) ничего не делая, без дела.     Мы не сидели сложа руки... а сами делывали штуки! Некрасов.   Сложить руки прекратить деятельность, перестать действовать, работать.     Пришлось сложить смиренно руки иль …   Фразеологический словарь русского языка

  • сложить — см.: Крылья никак сложить не может; лапти склеить (сложить, сплести) …   Словарь русского арго

  • сложить — что л. куда и где. 1. куда (направление действия). Утром Сабуров сложил в свой вещевой мешок немногочисленные вещи (Симонов). Потом в тайник сложил [документы] для отправки в Центр (А. Кожевников). 2. где (место действия). Сложить вещи в коридоре …   Словарь управления

  • сложить — сложу/, сло/жишь; сло/женный; жен, а, о; сложи/в, (устар.), сложа/; св. см. тж. складывать, складываться, скласть, складать …   Словарь многих выражений

  • сложить голову — См …   Словарь синонимов

  • Сложить голову — (иноск.) умереть. Ср. Лучше жъ воиномъ, За царевъ законъ, За крещеный міръ Сложить голову. Кольцовъ. Удалецъ. Ср. Я плыву и наплыву     Черезъ мглу     На скалу И сложу мою главу... Кн. П. А. Вяземскій. Друзьямъ. Ср. Ужъ сложу я тамъ буйную… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Сложить голову — СЛОЖИТЬ, сложу, сложишь; сложенный; сов., что. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»