1 επαγωγικός
επαγωγική μέ- θοδος — индуктивный метод;
επαγωγικό ρεύμα — индукционный ток;
επαγωγικόν πηνίον — индукционная катушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επαγωγικός