Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

во-первых

  • 1 во-первых

    во-первых πρώτα, (κατά) πρώτο
    * * *
    πρώτα, (κατά) πρώτο

    Русско-греческий словарь > во-первых

  • 2 во-первых

    во-первых
    вводн. сл. (κατά) πρῶτο[ν], πρῶτα-πρῶτα, ἐν πρώτοις.

    Русско-новогреческий словарь > во-первых

  • 3 во-первых

    [βα-πιέρβυχ] εισαγ. λέξ. (κατά) πρώτον

    Русско-греческий новый словарь > во-первых

  • 4 во-первых

    [βα-πιέρβυχ] εισαγ. λέξ. (κατά) πρώτον

    Русско-эллинский словарь > во-первых

  • 5 во-первых

    επίρ.
    πρώτο(ν).

    Большой русско-греческий словарь > во-первых

  • 6 пора

    пор||а I ж
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:
    летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·
    2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:
    \пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.
    пора II ж ὁ πόρος.

    Русско-новогреческий словарь > пора

  • 7 роль

    рол||ь
    ж прям., перен ὁ ρόλος:
    руководящая \роль ὁ ἡγετικός ρόλος· главная \роль ὁ κύριος ρόλος· второстепенная \роль ὁ δευτερεύων ρόλος' быть на первых \рольях прям., перен παίζω τόν πρώτο ρόλο· быть на вторых \рольях прям., перен παίζω δεύτερους ρόλους· играть \рольпрям., перен παίζω (τό) ρόλο· входить в \роль μπαίνω στό ρόλο μου, συνηθίζω κάτι· знать свою \роль перен ξέρω τό ρόλο μου· выступать в роли кого-л. перен ἐμφανίζομαι στό ρόλο· ◊ это не играет никакой \рольи αὐτό δέν ἐχει καμμιά σημασία· это сыграло свою \роль в... αὐτό ἐπαιξε τό ρόλο του.

    Русско-новогреческий словарь > роль

  • 8 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 9 число

    числ||о
    с
    1. ὁ ἀριθμός:
    целое \число мат ὁ ἀκέραιος ἀριθμός· кратное \число мат τό πολλαπλάσιο[ν]· отвлеченное \число ὁ ἀφηρημένος ἀριθμός· смешанные числа мат οἱ συμμιγεϊς ἀριθμοί· единственное \число грам. ὁ ἐνικός ἀριθμός· множественное \число грам. ὁ πληθυντικός ἀριθμός·
    2. (дата) ἡ ἡμερομηνία:
    какое сегодня \число? πόσες τοόμηνός ἐχουμε σήμερα;· пометить каки́м-л, \числоо́м ἀριθμώ κάτι· в первых числах июля στίς ἀρχές τοῦ "Ιούλη· ◊ нет \числоа (кому-л., чему-л.), без \числоа ἀπειράριθμος, ἀτέλειωτος· задним \числоо́м о) (о дате) μέ παληά ἡμερομηνία, б) (спустя, позднее) κατόπιν ἐορτής· в том \числое́ συμπεριλαμβανουμένου, μεταξύ τῶν ὁποίων в \числое́ передовых (отстающих) εἶμαι ἀνάμεσα στους πρωτοπόρους (καθυστερημένους)· в большом \числое́ σέ μεγάλον ἀριθμό· один из их \числоа ἔνας ἀπ' αὐτούς· превосходить \числоо́м ὑπερτερώ ἀριθμητικά.

    Русско-новогреческий словарь > число

  • 10 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 11 во

    πρόθ. βλ. в
    Χρησιμοποιείται ως•

    во: α) μπροστά από πολλές λέξεις που αρχίζουν από δύο ή τρία σύμφωνα, ιδιαίτερα αν το πρώτο είναι «В» ή «Ф»: во власти, во флоте, во сне. β) μπροστά από τις λέξεις: «весь», «всякий»: во весь голос• во всяком случае, γ) σε μερικές εκφράσεις: во-первых, во избежание.

    Большой русско-греческий словарь > во

  • 12 пора

    βλ. поры.
    -ы, αιτ. пору θ.
    1. καιρός•

    с той -ы από εκείνο τον καιρό•

    минувшая пора το σύντομο παρελθόν•

    пора лгобви ηλικία της αγάπης•

    в зим-ную -у τον χειμώνα, χειμώνα-καιρό, χειμωνιάτικα•

    пришла пора ήρθε ο καιρός•

    ночною -ой τη νύχτα, νυχτιάτικα, νύκτωρ•

    в дневную -у (κατά) την ημέρα.

    || εποχή•

    осенняя пора ο φθινοπωρινός καιρός, η φθινοπωρινή εποχή•

    пора сева εποχή της σποράς•

    пора жатвы εποχή του θέρου.

    2. ως κατηγ. είναι καιρός (ώρα)•

    пора домой είναι ώρα για το σπίτι (να φύγω)-спать είναι ώρα για ύπνο.

    εκφρ.
    в (самую) -у – ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα•
    в ту -у – εκείνο τον καιρό, τότε•
    в эту -у – αυτόν τον καιρό, τώρα•
    в (самой)поре – στον καιρό (του), στην ακμή (του)•
    до каких ή до которых пор – ως πότε•
    до сих пор ή до сих юр – ως τώρα, ως αυτήν την ώρα• ως εδώ, ως αυτό το μέρος•
    до тех пор – οσότου, ώσπου•
    на первых -ах – αρχικά, στην αρχή•
    на ту -у – εκείνο τον καιρό•
    о сю -уπαλ. ως τώρα•
    об эту -у – (απλ.) αυτόν τον καιρό ή την ώρα•
    с давних пор – απ τον παλαιό καιρό•
    с той -ы ή с тех пор – από εκείνο τον καιρό, από τότε•
    пора с этих пор – από τώρα, απ αυτή τη στιγμή•
    с некоторых пор – από κάποιον καιρό, από κάποτε, ποιος ξέρει από πότε.

    Большой русско-греческий словарь > пора

  • 13 ряд

    -а, προθτ. в -е, в -у, πλθ. ряды α.
    1. σειρά, αράδα• τάξη• στίχος• στοίχος, ζυγός•

    два -а домов δυο σειρές σπιτιών•

    ряд кресел σειρά πολυθρόνων•

    верхний ряд зубов η άνω σειρά των δοντιών•

    солдаты стояли двумя -ами οι στρατιώτες έστεκαν σε δυο στοίχους•

    мы построились в -ы εμείς συνταχτήκαμε•

    сомкнуть -ы πυκνώνω τους στοίχους ή τις γραμμές•

    сплотить -ы συσφίγγω τις γραμμές.

    2. διαδοχή•

    ряд поколений σειρά γενεών•

    ряд веков σειρά αιώνων•

    ряд дней σειρά ημερών.

    3. πλθ. -ы (στρατ.) τάξεις, γραμμές•

    служить в -ах освободительной армии υπηρετώ στις τάξεις του απελευθερωτικού στρατού.

    4. αράδα, κομπολόι•

    молочный ряд η σειρά των γαλατάδικων (αγοράς, παζαριού)•

    рыбный ряд τα ψαράδικα (της αγοράς)•

    овощные -ы τα λαχανάδικα.

    5. η χωρίστρα των μαλλιών.
    6. γραμμή•

    трава в рядях χόρτο κατά γραμμές.

    || αλληλουχία, ακολουθία.
    εκφρ.
    в первых -ах – μπροστά απ όλους, πρώτος•
    из -а вон (выходящий) – απαράμιλλος, απαράβαλτος, ασύγκριτος•
    в -у – ανάμεσα, μεταξύ, μέσα στον αριθμό.

    Большой русско-греческий словарь > ряд

  • 14 уста

    уст, устам πλθ. παλ. στόμα• χείλη.
    εκφρ.
    - ами чьими говорить – επαναλαβαί-νω τα λόγια άλλου, μιλώ με λόγια άλλου•
    из уст в уста – από στόμα σε στόμα•
    из первых уст узнать услышить – μαθαίνω, ακούω από την πηγή, από τον ίδιον, από πρώτο χέρι•
    из вторых или третьих уст узнать, услышать – μαθαίνω, ακούω από δεύτερο, τρίτο πρόσωπο (εξώδικα)•
    на -ах у всех – όλοι το λένε, πανθομολογείται•
    уста вашими бы -ами мд пить – μακάρι να γινότανε όπως λες, από το στόμα σου και στου θεού το αυ τ Ί.

    Большой русско-греческий словарь > уста

См. также в других словарях:

  • Первых щенят за тын бросают. — Первых щенят за тын бросают. Первую песенку зардевшись спеть. См. БЫЛОЕ БУДУЩЕЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Первых щенят за забор мечут. — (т. е. щенят первого помету). См. НАЧАЛО КОНЕЦ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • ИЗ ПЕРВЫХ РУК — узнавать, получать сведения и под. Непосредственно, без посредников. Подразумевается, что сведения, новости, информация и под. являются точными, достоверными, заслуживающими доверия. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими… …   Фразеологический словарь русского языка

  • 50 первых поцелуев — 50 First Dates …   Википедия

  • Список первых леди США — Мишель Обама, ныне действующая (с 20 января 2009 года, 46 по счёту) …   Википедия

  • Клуб первых жён — The First Wives Club …   Википедия

  • ВО-ПЕРВЫХ — нареч. или числ., первое, перво наперво, наперед, прежде всего, вначале, сперва; во главе, главнейше. Во первых, всегда заботься о других, а не о себе. Дай, во первых, бумаги, во вторых, перо, в третьих сургуча и пр. Во первых, я не пью; во… …   Толковый словарь Даля

  • История создания первых танков на территории Украины —        Современная Украина одно из немногих государств, имеющих развитое производство танков и боевых гусеничных машин. Украина имеет не только развитую производственную базу для массового изготовления объектов бронетанковой техники Харьковский… …   Энциклопедия техники

  • Совет первых наций Юкона — (англ. Council of Yukon First Nations), ранее носивший назван …   Википедия

  • Локомотивы железных дорог Советского Союза. От первых паровозов до современных локомотивов — «Локомотивы отечественных железных дорог»  серия книг В. А. Ракова, посвящённых развитию российских и советских локомотивов в период с начала постройки первых паровозов для Петербурго Московской железной дороги (1845 год) и вплоть до 1985 года.… …   Википедия

  • из первых рук — См …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»