-
1 просвечивать
ρ.δ.1. βλ. просветить 1.2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• διαφαίνομαι, διακρίνομαι• ξεχωρίζω•солнце -ает сквозь тучи ο ήλιος φαίνεται μέσα από τα σύννεφα.• сквозь рубашку -ает голое тело μέσα από το πουκάμισο φαίνεται το γυμνό σώμα.• сквозь его слова -аеш недоверие μέσα από τα λόγια του διαφαίνεται η δυσπιστία.
|| είμαι διαφανής.διαφέγγομαι• διαφωτίζομαι, γίνομαι διαφανής κλπ. ρ. ενεργ. φ.