-
1 приступ
приступм1. (болезни, тж. гнева и т. п.) ἡ κρίση [-ις], ἡ προσβολή, ὁ παροξυσμός:\приступ лихорадки ὁ παροξυσμός πυρετοῦ, ἡ θερμασιά· \приступ бо́ли ὁ ὁξύς πόνος, ἡ σουβλιά· \приступ кашля ὁ δυνατός βήχας, ὁ παροξυσμός βηχός· сердечный \приступ ἡ καρδιακή προσβολή, ἡ κρίση τής καρδίας·2. воен. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ ἐφοδος:идти́ на \приступ κά(μ)νω ἔφοδον взять \приступом παίρνω μ' Εφοδο.
См. также в других словарях:
θερμασία — θερμασίᾱ , θερμασία warmth fem nom/voc/acc dual θερμασίᾱ , θερμασία warmth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμασίᾳ — θερμασίαι , θερμασία warmth fem nom/voc pl θερμασίᾱͅ , θερμασία warmth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμασία — και θερμασιά, η (ΑΜ θερμασία) θερμότητα, θέρμη («τὸ γὰρ κινεῑσθαι... παρεῑχε θερμασίαν τινά», Ξεν.) νεοελλ. ελώδης πυρετός, ελονοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαίνω + θηλ. κατάλ. σια (πρβλ. σημα σία < σημαίνω)] … Dictionary of Greek
θερμασιά — η ελονοσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμασίας — θερμασίᾱς , θερμασία warmth fem acc pl θερμασίᾱς , θερμασία warmth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμασίαι — θερμασία warmth fem nom/voc pl θερμασίᾱͅ , θερμασία warmth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμασίαν — θερμασίᾱν , θερμασία warmth fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμασιῶν — θερμασία warmth fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμασίαις — θερμασία warmth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμασίη — θερμασία warmth fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμασίην — θερμασία warmth fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)