Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ϑήσω

  • 1 усидеть

    усижу, усидишь ρ.σ.
    1. κάθομαι, κρατιέμαι στη θέση μου•

    едва он -ел от боли αυτός μόλις μπόρεσε να κρατηθεί στη θέση του από τον πόνο.

    2. παραμένω•

    ни одного дня не могу усидеть дома ούτε μια μέρα δεν μπορώ να κα-θήσω στο σπίτι•

    секретарь -ел, несмотря на изменения ο γραμματικός παρέμεινε στη θέση του, παρά τις αλλαγές.

    3. и- (απλ.) βλ. засидеть.
    4. и- (απλ.) κάθομαι για φαγητόήγια πιοτό• τρώγω• πίνω• κατεβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > усидеть

  • 2 Assume

    v. trans.
    Put on clothes, etc.: P. and V. ἐνδεσθαι, περιβάλλειν, Ar. and P. ἀμφιεννναι (or mid.), V. ἀμφιβάλλεσθαι, ἀμφιδεσθαι, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι (or mid.), ἀμπίσχειν (or mid.).
    Take on oneself: P. and V. ναιρεῖσθαι, προστθεσθαι, φίστασθαι, P. ἀναλαμβάνειν; see Undertake.
    Assuming the trouble of your rearing: V. (γῆ) πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον (Æsch., Theb. 18).
    He assumes and takes upon himself all these men's iniquities: P. πάντα ἀναδεχόμενος καὶ εἰς αὑτόν ποιούμενος τὰ τούτων ἁμαρτήματά ἐστι (Dem. 352).
    Pretend: P. and V. πλάσσειν, Ar. and P. προσποιεῖσθαι.
    A man might assume a fictitious character: P. δύναιτʼ ἄν τις πλάσασθαι τὸν τρόπον τον αὑτοῦ (Lys. 157).
    Infer: P. and V. εἰκάζειν, τεκμαίρεσθαι, τοπάζειν; see Infer.
    Assume ( hypothetically): P. τιθέναι (or mid.).
    I will assume it to be so: P. θήσω γὰρ οὕτω (Dem. 648).
    Assume as a principle: P. ὑπολαμβάνειν, ὑποτίθεσθαι.
    Be assumed: P. ὑπάρχειν, ὑποκεῖσθαι.
    This being assumed: V. πόντος τοῦδε (Eur., El. 1036).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Assume

  • 3 Consent

    v. intrans.
    P. and V. συγχωρεῖν, συναινεῖν (Plat.), συμφέρεσθαι, P. ὁμολογεῖν, ἐπαινεῖν, συνεπαινεῖν, V. νεύειν, συννεύειν, Ar. and V. ὁμορροθεῖν.
    Consent to P. and V. καταινεῖν (acc. or dat.), συναινεῖν (acc.) (Xen.), ἐπινεύειν (acc.), συγχωρεῖν (dat.), V. αἰνεῖν (acc.), ἐπαινεῖν (acc.).
    Accept: P. and V. δέχεσθαι, ἐνδέχεσθαι.
    Consent to (with infin.); P. and V. βούλεσθαι, ἀξιοῦν, Ar. and V. συνθέλειν, V. τολμᾶν; see Deign.
    ——————
    subs.
    Agreement: P. ὁμολογία, ἡ.
    Permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ.
    Get the consent of: P. and V. πείθειν (acc.).
    It is not with my consent: P. οὐ βουλομένῳ μοί ἐστι.
    I will construe your silence into consent: P. τὴν σιγήν σου συγχώρησιν θήσω (Plat., Crat. 435B).
    His silence gives consent: V. φασὶν σιωπῶν (Eur., Or. 1592).
    With one consent: Ar. ἐξ ἑνὸς λόγου (Plut., 760); see Unanimously, Together.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Consent

  • 4 Construe

    v. trans.
    Interpret: P. and V. ἑρμηνεύειν; see Interpret.
    I will construe your silence as consent: P. τὴν σιγήν σου συγχώρησιν θήσω (Plat., Orat. 435B).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Construe

  • 5 Gaping

    adj.
    I shall put upon my head the gaping jaws of a beast: V. χάσμα θηρὸς ἀμφʼ ἐμῷ θήσω κάρᾳ (Eur., Rhes. 209).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gaping

См. также в других словарях:

  • θησῶ — τίθημι p fut ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήσω — τίθημι p fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • деть — дену, сюда же одеть, надеть, задеть и т. д., укр. дiти, дiну, ст. слав. дѣти, дѣѭ, стар. деждѫ, болг. дяна кладу , сербохорв. дjе̏не̑м, дjе̏ти, словен. dėnem, dėti, чеш. ději, diti деть , слвц. diat , польск. dzieję, dziac делать, девать , в …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λύκειος — λύκειος, ον, θηλ. και α (AM) αυτός που προέρχεται από λύκο ή ανήκει ή αναφέρεται σε λύκο («λύκειον ἀμφὶ νῶτον ἅψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ ἐμῷ θήσω καρᾳ», Eup.) αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύκειος α) ονομασία ενός μήνα στην Επίδαυρο β)… …   Dictionary of Greek

  • παύρος — ον, Α (χωρίς θηλυκό βλ. παυράς) 1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ ἔπει θήσω φανέρ «, Πίνδ.) 2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.) 3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.) 4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

  • ωατοθησώ — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «ἀκούσομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦας / ὤατα βλ. λ. + τίθημι / θήσω] …   Dictionary of Greek

  • μυθήσω — μῡθήσω , μυθέομαι speak aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) μυθέω speak aor subj act 1st sg μυθέω speak fut ind act 1st sg μυθέω speak aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμυθήσω — παρεμῡθήσω , παραμυθέομαι encourage aor ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»