Перевод: с немецкого на все языки
ώλενίτης
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ωλενίτης — ὁ, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη, ωλένιος («τὸν ὠλενίτην χόνδρον», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη + επίθημα ίτης (πρβλ. σελιν ίτης)] … Dictionary of Greek
ὠλενίτην — ὠλενί̱την , ὠλενίτης of the arm masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)