-
1 ὕπαργμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕπαργμα
-
2 ὕπαργμα
ὕπ-αργμα, τό, das Vorhandene, die Substanz; das Vermögen -
3 υπαργμάτων
-
4 ὑπαργμάτων
См. также в других словарях:
ύπαργμα — άργματος, τὸ, Α [ὑπάρχω] συν. στον πληθ. τὰ ὑπάργματα τα υπάρχοντα, η περιουσία … Dictionary of Greek
ὑπαργμάτων — ὕπαργμα property neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)