-
1 ορμος
Iὅ [εἴρω I]1) цепь, ожерелье(χρύσεος Hom., Eur.; χρυσεόδμητος Aesch.)
στεφάνων ὅ. Pind. — гирлянда из (наградных) венков2) цепной танец, «цепочка»(ὅ ὅ. ὄρχησίς ἐστι κοινέ ἐφήβων τε καὴ παρθένων Luc.)
IIὅ [ὁρμέω и ὁρμίζω]1) якорная стоянкаὅρμον ποιεῖσθαι Her. или θέσθαι Theocr. — стать на якоре
2) перен. (тихая) пристань, убежище(ἐλευθερίας Anth.; κακῶν Diog.L.)
3) перен. якорь спасения, помощь, пособие, опораὅ. ὁδοιπορίης Anth. = ὄνος
4) pl. охот. излюбленные дичью места Xen. -
2 όρμος
ο бухта -
3 ανορμος
-
4 αξενος
ион. ἄξεινος 2негостеприимный(μηδὲ πολύξεινος μηδ΄ ἄξεινος Hes.; ὅρμος Soph.; γῆ Eur.)
ὅ Ἄξεινος (πόντος) Pind., Eur. — Аксинский понт, т.е. Черное море (впосл. Εὔξεινος πόντος Эвксинский понт) -
5 αποξενος
-
6 αφορμος
-
7 δυσορμος
21) не имеющий хороших пристаней, непригодный для причаливания(νῆσος Aesch.; αἰγιαλός Plut.)
2) задерживающий (суда) в порту, т.е. встречный, противный(πνεῦμα Aesch.)
3) малодоступныйτὰ δύσορμα Xen. — малодоступные места, трудные (для дичи) проходы
-
8 ειρω
I(aor. εἶρα; pass.: эп. 3 л. sing. ppf. ἔερτο, эп. part. pf. ἐερμένος)1) плести, сплетать, свивать(στεφάνους Pind.)
2) низать, нанизыватьεἰρομένη λέξις Arst. — непрерывная речьIIэп.-ион. εἰρέω (fut. ἐρῶ - эп.-ион. ἐρέω, pf. εἴρηκα, ppf. εἰρήκειν; pass.: fut. ῥηθήσομαι, aor. ἐρρήθην и ἐρρέθην - ион. εἰρέθην, pf. εἴρημαι)1) говорить(τινί τι Hom.; τὸ εἴ. λέγειν ἐστίν Plat.)
οὐκ ἄλλα ἢ ἃ ἂν γιγνώσκω βέλτιστα ἐρῶ Thuc. — я выскажу лишь то, что считаю наилучшим;ἐπεὴ ταῦτα ἐρρήθη Xen. — после этих слов;εἴρηται λόγος Aesch. — слово сказано, т.е. я кончил;κακῶς ἐρεῖν τινα Eur. — дурно отзываться о ком-л.2) говорить, приказыватьεἴρηκα πάντας πείθεσθαί σοι Xen. — я приказал всем слушаться тебя;
εἴρητο συλλέγεσθαι (ὅ στρατός) Her. — войску приказано было собраться3) оговаривать, обусловливатьμισθὸς εἰρημένος Hes., Her.; — обусловленное вознаграждение - см. тж. ἔρομαι
-
9 εξορμος
-
10 ευορμος
-
11 ευπλοος
-
12 εφορμος
-
13 πανορμος
-
14 υφορμος
-
15 αναπεπταμένος
η, ο[ν]1) пространный, обширный; открытый, свободный (о пространстве); 2) открытый, незащищённый;αναπεπταμένος όρμος — открытая гавань;
3) поднятый, развевающийся (о парусе, флаге и т. п.)
См. также в других словарях:
ὅρμος — cord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
Όρμος Αλμύρου — Sp Almỹro įlanka Ap Όρμος Αλμύρου/Ormos Almyrou L Egėjo j. prie Kretos, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
όρμος — ο μέρος της θάλασσας κατάλληλο για αγκυροβόλημα των πλοίων, αλλ. καραβοστάσι, το, αγκυροβόλι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Όρμος Αγίου Ιωάννη — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στη πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας … Dictionary of Greek
Όρμος Αθηνιός — Οικισμός (υψόμ. 8 μ.) της Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Αιγιάλης — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Αμοργού του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Λεμονιάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος … Dictionary of Greek
Όρμος Μαραθόκαμπου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Σάμου του νομού Σάμου … Dictionary of Greek
Όρμος Παναγίας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek