-
1 ψυχρος
31) холодный(ὕδωρ, χιών, χαλκός Hom.; αἰθήρ Pind.; νέκυς Soph.; νύκτες Thuc.; ὄφις Theocr.; τέφρα Plut.)
2) призрачный, мнимый или напрасный(ἐπικουρίη, νίκη Her.; ἐλπίς Eur.)
3) перен. холодный, равнодушный, бесчувственный, бесстрастный(λέξις Arst.)
ψ. ὢν γέλωτα παρέχειν Xen. — оставаясь безучастным, вызывать (все же) смех4) бросающий в холод, леденящийθερμέν ἐπὴ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχειν Soph. — горячо относиться к тому, от чего (других) бросает в холод
5) безрадостный(τέρψις Eur.; βίος Arph.). - см. тж. ψυχρόν
-
2 ψυχρός
ψυχρός, ά, όν холодный; перен. равнодушный, бездарный -
3 ψυχρός
η, ό [ά, όν ]1) холодный; прохладный, свежий;ψυχρή ζώνη геогр. — холодный пояс;
2) перен. холодный, равнодушный;ψυχρή υποδοχή — холодный приём;
ψυχρό βλέμμα — холодный взгляд;
ψυχρές σχέσεις — холодные отношения;
§ ψυχρός πόλεμος — холодная война;
την κακή, ψυχρή σου μέρα — или την κακή σου και την ψυχρή σου — чтоб ты сдох!, пропади ты пропадом! (проклятие)
-
4 ψυχρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψυχρός
-
5 ψυχρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψυχρός
-
6 ψυχρὸς
холоденψυχρόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψυχρὸς
-
7 ψυχρός
холоденψυχρὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψυχρός
-
8 ψυχρός
холодный; перен. равнодушный, бесчувственный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψυχρός
-
9 ψυχρός
3 холодный -
10 ψυχρός
[психрос] επ (κυριολ/μεταφ) холодный. -
11 ζεστος
-
12 ζεφυρος
ὅ (часто с прописн. Z)(лат. Favonius) зефир, западный или северо-западный ветер (δυσαής, αἰὲν ἔφυδρος Hom.; ψυχρός, но тж. εὐδιεινὸς καὴ ἥδιστος и καυματώδης Arst.)
Βορέης καὴ Ζ., τῶτε Θρῄκηθεν ἄητον Hom. — Борей и Зефир, оба дующие из Фракии -
13 θιγγανω
(fut. θίξω и θίξομαι, aor. 2 ἔθῐγον, part. θιγών; inf. aor. pass. θιχθῆναι Sext.)1) касаться, прикасаться, дотрагиваться(θ. τινὸς χερσί Aesch., χερί Eur. или διὰ χειρῶν Soph.; τῆς κεφαλῆς Xen.; ποτὴ χεῖλός τινος Theocr.)
θιγγαν όμενος ψυχρός Arst. — холодный на ощупь;μέ ἃ (= ταῦτα ὧν) μέ ἔθιγες ποιοῦ σεαυτῆς Soph. — к чему ты непричастна, в том не вини себя (досл. того и не делай своим);πατρὸς φιλότητι θ. Soph., — с любовью приникнуть к отцу;ὠλέναις θιγεῖν τέκνου Eur. — обнять руками дитя;εὐνῆς τινος θιγεῖν Eur. — осквернить чьё-л. ложе;θ. γλώσσῃ παντὸς λόγου κακοῦ καὴ πανουργίας Soph. — держать злые и преступные речи2) нападать(τινός и τινά NT.)
τίς ἂν ἔτλη σώματος τοῦ σοῦ θιγεῖν ; Eur. — кто осмелился поднять руку на тебя?;θ. θηρός Eur. — поражать зверя;ἔθιγε καὴ Ἀλεξάνδρου διαβολή Plut. — клевета задела и Александра3) затрагивать, трогать, волноватьθιγγάνει σέθεν τόδε ; Eur. — это волнует тебя?;
ἔθιγες ψυχῆς, ἔθιγες δὲ φρενῶν Eur. — ты поразил (все мои) чувства и мысли4) ( в речи) касаться, затрагивать, задевать5) достигать, получать, приобретать(τινός и τινί Pind.)
οὐ δυνάμενοι θιγεῖν ἄλλης αἰτίας Arst. — не будучи в состоянии найти другую причину -
14 καταψυχρος
-
15 οφις
- εως и εος, ион. ιος ὅ (ο иногда долгое)1) змея(αἰόλος Hom.; ποικιλόνωτος Pind.; ψυχρός Theocr.)
πτηνὸς ὄ. Aesch. — пернатая змея, т.е. стрела2) змейка ( род змеевидного браслета) Men. -
16 υπερψυχρος
-
17 φιλοψυχρος
-
18 χλιαρος
3теплый, тепловатый(ὕδωρ Her.; ἀτμίς Arst.; τὰ πηγαῖα τῶν ὑδάτων Plut.; λουτρά Diod.)
τὰ χλιαρὰ κατεσθίειν Arph. — есть теплые кушанья;χ. καὴ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός погов. NT. — теплый, ни горячий, ни холодный, т.е. равнодушный -
19 πόλεμος
ο1) война;εμφύλιος πόλεμος — гражданская война;
εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος — национально-освободительная война;
πατριωτικός πόλεμος — отечественная война;
αποικιακός πόλεμ — колониальная война;
παγκόσμιος πόλεμος — мировая война;
(θερμο)πυρηνικός πόλεμος ( — термо)ядерная война;
ψυχρός πόλεμ — холодная война;
ακήρυκτος πόλεμος — необъявленная война;
εμπρηστής πολέμου поджигатель войны;κηρύχνω τον πόλεμο — объявить войну;
αρχίζω ( — или εξαπολύω) πόλεμο — развязать войну;
σε κατάστηση -
20 5593
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5593
См. также в других словарях:
ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
ψυχρός — ή, ό επίρρ. ά 1. κρύος, αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία: Τα χέρια του είναι ψυχρά. 2. αυτός που δεν έχει ενθουσιασμό, αδιάφορος, απρόθυμος, αναίσθητος: Του έγινε πολύ ψυχρή υποδοχή. 3. φρ., «κακός, ψυχρός κι ανάποδος», τρισάθλιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχρός — ψῡχρός , ψυχρός cold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
ψυχρά — ψῡχρά , ψυχρός cold neut nom/voc/acc pl ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc/acc dual ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρότερον — ψῡχρότερον , ψυχρός cold adverbial comp ψῡχρότερον , ψυχρός cold masc acc comp sg ψῡχρότερον , ψυχρός cold neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποψύχω — (AM ἀποψύχω) 1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό νεοελλ. 1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω 2. πεθαίνω μσν. νεοελλ. ( ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι αρχ. 1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ 2. απρόσ. ἀποψύχει αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός 3. (… … Dictionary of Greek
ευπερίψυκτος — εὐπερίψυκτος, ον (Α) αυτός που ψύχεται, που γίνεται ψυχρός εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί ψυκτος «ο πολύ ψυχρός» (< περι ψύχω)] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κατάψυχρος — η, ο (AM κατάψυχρος, ον) πολύ ψυχρός, παγωμένος 2. μτφ. (για χαρακτήρα) ψυχρός με τους άλλους ανθρώπους, κλειστός, ερμητικός … Dictionary of Greek