Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ψυχικός

  • 1 психический

    ψυχικός
    - больной ο ψυχασθενής.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > психический

  • 2 душевный

    επ.
    1. ψυχικός•

    -ое потрясение ψυχικός κλονισμός•

    с -ым прискорбием με θλιμμένη την ψυχή•

    -ое спокойствие ψυχική γαλήνη, ψυχική λύτρωση (σωτηρία)•

    -ое беспокойство ψυχική ταραχή (αγωνία, αδημονία)•

    -ая тревога ψυχικός τρόμος•

    душевный больной ψυχοπαθής.

    2. εγκάρδιος, ειλικρινής•

    душевный разговор εγκάρδια συνομιλία•

    -ая признательность ειλικρινής ευγνωμοσύνη.

    || καλός, χρηστός, φιλάγαθος, καλόψυχος•

    душевный человек καλόψυχος άνθρωπος.

    εκφρ.
    -ые болезни (ή заболевания) – ψυχικές ασθένειες.

    Большой русско-греческий словарь > душевный

  • 3 психический

    Русско-греческий словарь > психический

  • 4 душевный

    душевн||ый
    прил
    1. (относящийся к душе) ψυχικός / ήθικός (духовный):
    \душевныйое спокойствие ἡ ψυχική ἡρεμία· \душевныйая боль ἡ ψυχική ὁδύνη· \душевныйое потрясение ὁ ψυχικός κλονισμός· \душевныйая борьба ἡ ἐσωτερική πάλη·
    2. (сердечный, искренний) ἐγκάρδιος, είλικρινής, ἀνυπόκριτος, ἄδο-λος:
    \душевныйая беседа ἡ ἐγκάρδια συνομιλία· \душевный человек ὁ ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· ◊ \душевныйая болезнь ἡ ψυχική ἀσθένεια, ἡ φρενοπάθεια, ἡ φρενοβλάβεια.

    Русско-новогреческий словарь > душевный

  • 5 духовный

    επ.
    1. πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου•

    -ая близость πνευματική συγγένεΐα.

    2. θρησκευτικός, εκκλησιαστικός κληρικός•

    духовный сан ιερατικό αξίωμα•

    -ые книги θρησκευτικά βιβλία•

    -ая музыка εκκλησιαστική μουσική•

    -ая цензура κληρική λογοκρισία•

    -ое лицо ο εκκλησιαστικός•

    -ое училище ιερατική σχολή.

    3. ουσ. θ. -ая η διαθήκη.
    εκφρ.
    - ое завещание – διαθήκη•
    духовный отецβλ. духовник духовный сын, -ая дочь ο εξομολογούμενος, η εξομολογούμένη.

    Большой русско-греческий словарь > духовный

  • 6 привязанность

    ο ψυχικός δεσμός, το δέσιμο, η αφοσίωση, η στοργή, η προσκόλληση, (в ПСИХОЛОГИИ) η εξάρτηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привязанность

  • 7 облик

    облик
    м
    1. (внешний вид) ἡ ἐξωτερική ὄψη [-ις], ἡ μορφή:
    приятный \облик ἡ εὐχάριστη μορφή· принимать \облик кого́-л. παίρνω τήν μορφή (или τήν ὀψη) κάποιου· менять свой \облик ἀλλάζω ὀψη·
    2. (душевный склад) τό ήθος, ὁ ψυχικός κόσμος.

    Русско-новогреческий словарь > облик

  • 8 психический

    пси́х||и́ческий
    прил ψυχικός:
    \психическийи́ческий больво́й ὁ ψυχοπαθής, ὁ φρενοβλαβής.

    Русско-новогреческий словарь > психический

  • 9 душевный

    [ντουσέβνυΐ] επ. ψυχικός

    Русско-греческий новый словарь > душевный

  • 10 психический

    [πσιχίτσισκιϊ] εκ. ψυχικός

    Русско-греческий новый словарь > психический

  • 11 душевный

    [ντουσέβνυϊ] επ ψυχικός

    Русско-эллинский словарь > душевный

  • 12 психический

    [πσιχίτσισκιϊ] επ ψυχικός

    Русско-эллинский словарь > психический

  • 13 боль

    θ.
    πόνος, οδύνη, άλγος•

    головная боль πονοκέφαλος, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία•

    испытывать боль αισθάνομαι, πόνο•

    зубная боль πονόδοντος, οδονταλγία•

    острая боль οξύς (δυνατός) πόνος.

    || μτφ. θλίψη, λύπη, στενοχώρια•

    душевная боль ψυχικός πόνος•

    с -ыо в сердце με πόνο στην καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > боль

  • 14 внутренность

    θ.
    1. εσωτερικότητα, το εσωτερικό•

    внутренность комнаты το εσωτερικό του δωματίου.

    || ψυχικός κόσμος. || το περιεχόμενο εσωτρικά.
    2. πλθ. -и, -ей τα εντόσθια.

    Большой русско-греческий словарь > внутренность

  • 15 жало

    ουδ.
    1. κεντρί εντόμου•

    жало ячелиное κεντρί της μέλισσας (οσκρός).

    2. γλωσσίδι του φιδιού.
    3. μτφ. πόνος ψυχικός.
    4. ακίδα, αιχμή, μύτη (για κάθε αιχμηρό αντικείμενο).

    Большой русско-греческий словарь > жало

  • 16 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 17 нравственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о.
    1. ηθικός, της ηθικής•

    -ые правила ηθικοί κανόνες•

    нравственный критерий ηθικό κριτήριο.

    2. χρηστός, ενάρετος, χρηστοήθης.
    3. πνευματικός, ψυχικός•

    -ое воспитание ηθική διαπαιδαγώγηση•

    -ое потрясение ηθικός κλονισμός•

    -ое удовлетворение ηθική ικανοποίηση.

    4. βλ. нравоучительный (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > нравственный

  • 18 подавленность

    θ.
    θλίψη, λύπη., στενοχώρια ψυχικός πόνος.

    Большой русско-греческий словарь > подавленность

  • 19 психика

    θ.
    ψυχισμός• ο ψυχικός κόσμος.

    Большой русско-греческий словарь > психика

  • 20 психический

    επ.
    ψυχικός•

    -ие особенности ψυχικές ιδιομορφίες.

    || παλ. ψυχολογικός.
    ουσ. психический, -ая, -ое (απλ.) ο, η ψυχοπαθής, το ψυχοπαθές.
    εκφρ.
    - ая атака – ψυχολογική πίεση•
    - ие болезни – ψυχασθένειες.

    Большой русско-греческий словарь > психический

См. также в других словарях:

  • ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… …   Dictionary of Greek

  • ψυχικός — ψῡχικός , ψυχικός of the soul masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή: Η ηρεμία του τοπίου τού χάρισε την ψυχική του γαλήνη. 2. το ουδ.ως ουσ., ψυχικό σημαίνει ευεργεσία, καλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχικά — ψῡχικά , ψυχικός of the soul neut nom/voc/acc pl ψῡχικά̱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc/acc dual ψῡχικά̱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • ψυχικωτέρα — ψῡχικωτέρᾱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc/acc comp dual ψῡχικωτέρᾱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχικῶν — ψῡχικῶν , ψυχικός of the soul fem gen pl ψῡχικῶν , ψυχικός of the soul masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχικόν — ψῡχικόν , ψυχικός of the soul masc acc sg ψῡχικόν , ψυχικός of the soul neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Psychic — Storefront psychic fortuneteller in Boston A psychic (  / …   Wikipedia

  • ПСИХИКА — (от греч. psychikos душевный) специфический способ функционирования души. Традиционно психическая реальность противопоставляется, с одной стороны, физиологии организма, понимаемой биохимически, с др. понятию «душа», воспринимаемому как… …   Философская энциклопедия

  • Natürlich — Natürlich, er, ste, welche Comparation doch nur in einigen Fällen üblich ist, adj. et adv. der Natur gemäß, in der Natur gegründet. 1. So fern Natur die Veränderungskraft oder die Verbindung des Mannigfaltigen eines einzelnen Dinges ist. 1)… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»