-
1 Bare
adj.Uncovered: P. and V. γυμνός, ψιλός.Of country bare of vegetation, etc.: P. ψιλός.Empty: P. and V. κενός, ἐρῆμος, P. διάκενος.Bare of: P. and V. γυμνός (gen.), κενός (gen.), ἐρῆμος (gen.), P. ψιλός (gen.).Mere: P. ψιλός.Barely sufficient: P. and V. ἀναγκαῖος.Just listen to a few words, merely a bare outline: P. μικρὰ ἀκούσατε αὐτὰ τἀναγκαίοτα (Dem. 284).Scanty, insufficient: P. and V. ἐνδεής, σπάνιος.Bare ( unsupported statement): P. ψιλὸς λόγος.Laying their sides on the bare ground: V. ἀστρώτῳ πέδῳ πλευρὰς τίθεντες (Eur., H.F. 52).——————v. trans.P. and V. γυμνοῦν. V. γυμνὸν τιθναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bare
-
2 мелкий
мелкий 1) (некрупный) ψιλός, λεπτός, λιανός 2) (неглубокий) ανάβαθος, ρηχός* * *1) ( некрупный) ψιλός, λεπτός, λιανός2) ( неглубокий) ανάβαθος, ρηχός -
3 мелкий
επ., βρ: мелок, мелка, мелко; мельче, мельчайший.1. λεπτός, λεπτόκοκκος, ψιλός, ψιλόκοκκος•мелкий песок ψιλός άμμος•
мелкий дождь ψιλή βροχή•
мелкий снег κοκκορόχιονο;
μικρός, ολιγάριθμος•-ие группы μικρές ομάδες.
2. μικρού μεγέθους•-ая рыба μικρό ψάρι•
-ие орехи μικρά καρύδια•
-ие кусочки μικρά κομματάκια•
-ие морщины μικρές ρυτίδες•
мелкий собственник μικροϊδιοκτήτης•
-ая буржуазия η μικρή αστική τάξη•
мелкий мещанин μικροαστός•
мелкий служащий δημόσιος μικρουπάλληλος•
-ие роли μικροί (δευτερεύοντες) ρόλοι•
мелкий рогатый скот τα λιανά ζώα (τα γιδοπρόβατα)•мелкий
мелкий торговля το μικρεμπόριο.3. αβαθής, ρηχός•-ая река άβαθο ποτάμι•
-ая тарелка ρηχό πιάτο.
εκφρ.- ие деньги – τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα•- ая сошка – ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάριο. -
4 Clear
adj.Of leather: P. εὔδιος (Xen.), V. γαληνός.Clear weather: Ar. and P. αἰθρία, ἡ (Xen.).Of sight: Ar. and P. ὀξύς.Evident, manifest: P. and V. δῆλος. ἐναργής, σαφής, λαμπρός, ἔνδηλος, φανερός, ἐμφανής, ἐκφανής, διαφανής, περιφανής, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, τορός, τρανής. Ar. and P. εὔδηλος, κατάδηλος, Ar. ἐπίδηλος.Clear beforehand: P. πρόδηλος.Intelligible: see Intelligible.Free from trees: P. ψιλός; see Open.Undefiled: P. and V. καθαρός, ὅσιος, εὐαγής (rare P.), ἀκήρατος (rare P.), ἅγνος (rare P.), ἀκέραιος, V. ἀκραιφνής.Net: P. ἀτελής.Clear of: P. and V. ψιλός (gen.); see free from.Keep clear of: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).Whenever they closed with one another they could not easily get clear: P. ἐπειδὴ προσβάλλοιειν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο (Thuc. 1, 49).——————v. trans.Reclaim ( from wild state): P. and V. ἡμεροῦν, V. ἐξημεροῦν, ἀνημεροῦν (Soph., frag.), καθαίρειν, ἐκκαθαίρειν.Empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν.Jump over: see jump over.Clear oneself of ( a charge): P. ἀπολύεσθαι (acc. or absol.).Clear the way: see Prepare.Clear away, remove: P. and V. ἐξαιρεῖν, P. ἐκκαθαίρειν.Clear away the tables: Ar. ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας ( Pax, 1193).Run away: see run away.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clear
-
5 Naked
adj.P. and V. γυμνός.fem., adj.: V. γυμνάς.Of country, bare: P. ψιλός.Desolate: P. and V. ἐρῆμος.Mere, unsupported: P. ψιλός.Barefaced: P. and V. ἀναιδής.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Naked
-
6 зерно
1. (плод хлебных злаков) о κόκκος, о σπόρος 2. (злаковых сельскохозяйственных растений) τα σπαρτά, τα δημητριακάфуражное - см кормовое -3. (элемент структуры вещества) о πυρήνας, о κόκκος 4. мет. о κόκκος, ο κρυ-σταλλίτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зерно
-
7 фильтр
ο ηθμόςο διϋλιστήρας, разг. το φίλτροмасляный - ελαίου/λαδιούмедленный - (в водоснабжении) «αργό» -тепловой - опт. θερμικός -тонкий - ψιλός -, λεπτός -трубчатый - αυλωτός -, σωληνωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фильтр
-
8 дробный
дробн||ыйприл1. мат κλασματικός:\дробныйое число́ ὁ κλασματικός ἀριθμός·2. (мелкий) ὁ κομματιασμένος, ὁ ψιλός. -
9 мелкий
мелк||ийприл1. (некрупный) ψιλός, μικρός, λιανός:\мелкийие расходы τά μικρά Εξοδα· \мелкий дождь ἡ ψιλή βροχή, ἡ ψιχάλα· \мелкийая торговля τό μικρεμπόριο· \мелкий рогатый скот τά γιδοπρόβατα· \мелкий почерк τά ψιλά γράμματα· \мелкий собственник ὁ μικροϊδιοκτήτης· \мелкийая буржуазия ἡ μικροαστική τάξη, οἱ μικροαστοί· \мелкийая кража ἡ μικροκλοπή· \мелкийие деньги τά ψιλα (χρήματα)·2. (неглубокий) ρηχός, ἀβαθής:\мелкийая тарелка τό ρηχό πιἀτο·3. (незначительный, ничтожный) μικρός, μικρο· πρεπής, φτηνός:\мелкийие интересы τά στενά ἐνδιαφέροντα. -
10 тонкий
тонк||ийприл1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):\тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:\тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:\тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·4. (хитрый, ловкий) πονηρός:\тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης. -
11 fine
I 1. adjective1) ((usually of art etc) very good; of excellent quality: fine paintings; a fine performance.) ωραίος,εξαίρετος2) ((of weather) bright; not raining: a fine day.) καλός,λαμπρός3) (well; healthy: I was ill yesterday but I am feeling fine today!) θαυμάσια στην υγεία4) (thin or delicate: a fine material.) λεπτός, ευαίσθητος5) (careful; detailed: Fine workmanship is required for such delicate embroidery.) φίνος,περίτεχνος6) (made of small pieces, grains etc: fine sand; fine rain.) ψιλός7) (slight; delicate: a fine balance; a fine distinction.) λεπτός8) (perfectly satisfactory: There's nothing wrong with your work - it's fine.) εξαίρετος,άριστος2. adverb(satisfactorily: This arrangement suits me fine.) απόλυτα3. interjection(good; well done etc: You've finished already - fine!) ωραία- finely- finery
- fine art II 1. noun(money which must be paid as a punishment: I had to pay a fine.) πρόστιμο2. verb(to make (someone) pay a fine: She was fined $10.) επιβάλλω πρόστιμο -
12 flimsy
['flimzi]1) (thin and light: You'll be cold in those flimsy clothes.) ψιλός,λεπτός2) (not very well made; likely to break: a flimsy boat.) προχειροφτιαγμένος -
13 thin
[Ɵin] 1. adjective1) (having a short distance between opposite sides: thin paper; The walls of these houses are too thin.) λεπτός, ψιλός2) ((of people or animals) not fat: She looks thin since her illness.) αδύνατος3) ((of liquids, mixtures etc) not containing any solid matter; rather lacking in taste; (tasting as if) containing a lot of water or too much water: thin soup.) αραιός4) (not set closely together; not dense or crowded: His hair is getting rather thin.) αραιός5) (not convincing or believable: a thin excuse.) ισχνός, διόλου πειστικός2. verb(to make or become thin or thinner: The crowd thinned after the parade was over.) αραιώνω- thinly- thinness
- thin air
- thin-skinned
- thin out -
14 песок
-ска (песокску) α.1. άμμος•жлтый κίτρινος άμμος•
мелкий песок λεπτόκοκκος (ψιλός) άμμος•
крупный песок χοντρόκοκκος (χοντρός) άμμος•
морской песок θαλασσινός άμμος•
речной -ποταμίσιος άμμος•
зыбучие -и άμμος που ρέε,• песок формовочный άμμος χυτηρίου.
2. -и, -ов αμμότοπος, αμμώδεις εκτάσεις.3. ζάχαρη ψιλή.εκφρ.сахарный песок – ζάχαρη ψιλή•песок сыплется с кого ή из кого – είναι υπέργηρος, γεροκούσαλο, μπαμπόγερος;•как песок морской ή как (что) -ску морского – σαν τον άμμο της θάλασσας (άπειρος, απειράριθμος)•строить на - – χτίζω στον άμμο (επισφαλώς). -
15 рассыпной
επ.λιανός, ψιλός, τριμμένος. || χωριστός, ασυσκεύαστος, χύμα•-ые сигаретты τσιγάρα χύμα.
εκφρ.рассыпной строй – (στρατ.)• ακροβολισμός. -
16 сыпучий
επ. βρ: -пуч, -а, -е.1. λεπτός, ψιλός• τριμμένος, κοκκιώδης•-ие вещества ουσίες τριμμένες•
-ие тела λεπτά στερεά σώματα.
2. που πέφτει κατά κόκκους. -
17 тонкий
επ., βρ: -нон, -нка, -нко; тоньше; тончайший.1. λεπτός, ψιλός, φτενός, λιανός•-ие нитки λεπτές κλωστές•
тонкий слой λεπτό στρώμα•
-ая ткань λεπτό ύφασμα.
|| αραιός, άπυ-κνος•тонкий туман αραιή ομίχλη.
|| μτφ. υψηλός, οξύς•тонкий голос λεπτή φωνή.
2. μτφ. εύθραυστος• ευπαθής•тонкий механизм λεπτός μηχανισμός.
|| λεπτομερής, λεπτομερειακός•-ие знания οι λεπτομερείς γνώσεις•
-ая критика λεπτή κριτική•
тонкий анализ λεπτομερειακή ανάλυση.
3. μτφ. δυσδιάκριτος, δυσπαρατήρητος•-ие оттенки красок λεπτές αποχρώσεις χρωμάτων• тонкийтонкийие различия λεπτές διακρίσεις•
тонкий запах λίγη μυρουδιά•
тонкий юмор λεπτό χιούμορ•
тонкий намк λεπτός υπαινιγμός,
4. μτφ. φίνος, ντελικάτος• σεμνοπρεπής,5. ευαίσθητος• οξύς•тонкий слух οξεία ακοή•
-ое обоняние οξεία όσφρηση.
6. μτφ. εύστροφος, οξύνους, σπιρτόζος.εκφρ.- ая кишка – το λεπτό έντερο•тонкий сон – ελαφρός ύπνος•тонкий яд – βραδυενεργό δηλητήριο. -
18 Bald
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bald
-
19 Barren
adj.Desolate: P. and V. ἐρῆμος.Bare of trees: P. ψιλός.Of land: P. and V. ἄκαρπος.Of females: P. and V. ἄτοκος (Plat.). V. ἄτεκνος, ἄγονος (also Plat., met.), ἄκυμων, χέρσος, στεῖρος, Ar. and P. στέριφος (Plat.).Childless: P. and V. ἄπαις.Make barren, v. trans.: P. and V. ἐξαμβλοῦν.Barren of: P. and V. ἐρῆμος (gen.). κενός (gen.).His pyre is barren of honours: V. πυρὰ δὲ χέρσος ἀγλαϊσμάτων (Eur., El. 325).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Barren
-
20 Blank
adj.Empty: P. and V. κενός, ἐρῆμος, P. διάκενος.Bare: P. and V. γυμνός, ψιλός.Helpless: P. and V. ἄπορος.Life is a blank: P. and V. ἀβίωτόν (ἐστι).Point blank: see Altogether.Expressly: P. διαρρήδην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blank
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
ψιλός — ψῑλός , ψιλός bare masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλός — ή, ό 1. λεπτός, λιανός, φτενός: Κόψε μου μια ψιλή φέτα ψωμί. 2. σχετικά με φωνή, οξύς, διαπεραστικός: Έχει μια ψιλή φωνούλα. 3. στη γραμματική, «ψιλά σύμφωνα» είναι τα σύμφωνα κ, π, τ που προφέρονται χωρίς πνοή αέρα. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλούτσικος — η, ο / ψιλούτζικος, η, ον, ΝΜ κάπως ψιλός, αρκετά ψιλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μεγαλ ούτσικος)] … Dictionary of Greek
ψιλά — ψῑλά , ψιλός bare neut nom/voc/acc pl ψῑλά̱ , ψιλός bare fem nom/voc/acc dual ψῑλά̱ , ψιλός bare fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλότερον — ψῑλότερον , ψιλός bare adverbial comp ψῑλότερον , ψιλός bare masc acc comp sg ψῑλότερον , ψιλός bare neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Psiloi — In Ancient Greek warfare, Psiloi (Ancient Greek ψιλοί, singular ψιλός [Henry George Liddell Robert Scott, A Greek English Lexicon , [http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text.jsp?doc=Perseus:text:1999.04.0057:entry=yi lo/s ψιλός] .] , literally… … Wikipedia
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
ψίλαξ — ακος, ὁ, Α ψιλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
ՆՈՒՐԲ — (նրբի, ից, կամ ոյ, ոց.) NBH 2 0452 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. λεπτός, ψιλός tenuis, subtilis, minutus ἱσχνός exilis. Բարակ. անօսր. անգայտ. սուր. նուազ ըստ լայնութեան. անմասն ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՈՍԿ — (ոյ կամ ի.) NBH 2 0728 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. κενός vacuus λιτός simplex ψιλός tenuis, purus, nudus, merus. Միայն. լոկ. սին. սատակ. մերկ. լերկ. պարզ. անշուք. թեթեւ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)