Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
ψεῦσ-μα
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
ψευσίστυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α άτομο που μισεί το ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ τού ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην), σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος (βλ. λ. τέρπω) + στύξ «μίσος, αποστροφή» (βλ. λ. στυγῶ)] … Dictionary of Greek
ψευστήρ — ῆρος, ὁ, Α ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ τού ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + επίθημα τήρ*] … Dictionary of Greek
ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek