Перевод: с русского на все языки
χρῆσται
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
χρησταί — χρηστός useful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρῆσται — χρήστης one who gives masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήσται — χρήστᾱͅ , χρήστης one who gives masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Банки — I в современном экономическом строе Б. являются высшей формой кредитного посредничества и важнейшими органами вексельного и денежного обращения. Цель банковой деятельности: во первых, создать систему кредита (см. это сл.), которая обеспечивала бы … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… … Dictionary of Greek
χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ … Dictionary of Greek
χρῆσθ' — χρῆσθε , χράομαι abuse pres imperat mp 2nd pl (attic epic ionic) χρῆσθε , χράομαι abuse pres subj mp 2nd pl (attic epic ionic) χρῆσθε , χράομαι abuse pres ind mp 2nd pl (attic epic ionic) χρῆσθε , χράομαι abuse pres imperat mp 2nd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)