Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χρυσᾰ

  • 1 золотой

    золот||о́й
    1. прил в разн. знач. χρυσός, χρυσοῦς, μαλαματένιος:
    \золотойые ку́дри τά χρυσά μαλλιά· \золотой песок ἡ χρυσόσκονη· \золотойые прииски τό χρυσωρυχείο· \золотой запас эк. τό ἀπόθεμα χρυσοῦ· \золотойых дел мастер ὁ χρυσοχόος· \золотойа́я рыбка τό χρυσόψαρο· \золотойая осень τό χρυσό φθινόπωρο· \золотой мой! χρυσέ μου!· ◊ \золотойо́е дио τό χρυσωρυχείο, ἡ ἐπικερδής ἐπιχείρηση· \золотойые ру́ки τά χρυσά χέρια· \золотойа́я середина ἡ μέση ὁδός· \золотойая молодежь презр. ἡ χρυσή νεολαία· сулить \золотойы́е го́ры ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια·
    2. м (монета) уст. τό χρυσό νόμισμα.

    Русско-новогреческий словарь > золотой

  • 2 золотой

    επ.
    1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•

    золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•

    золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.

    || χρυσαφής•

    -ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•

    -ая рыба το χρυσόψαρο•

    золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.

    2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•

    -ые слова χρυσά λόγια•

    золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•

    золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.

    3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.
    4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•

    золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•

    -ая моя χρυσή μου.

    εκφρ.
    золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•
    - ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•
    - ая молоджьειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•
    - ая ротаπαλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•
    - ая свадьба – χρυσοί γάμοι•
    - ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•
    золотой стандарт – χρυσός κανόνας•
    золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•
    - ое время – ο πολύτιμος χρόνος•
    сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•
    - ых дел мастер – ο χρυσοχόος.

    Большой русско-греческий словарь > золотой

  • 3 блестки

    блестки
    мн. (ед. блестка ж) (украшение) τά πούλια, τά χρυσά πετάλια; ◊ \блестки снега λεπτές νιφάδες χιονιοῦ; \блестки остроумия σπίθες ἐξυπνάδας.

    Русско-новогреческий словарь > блестки

  • 4 золото

    золото
    с ὁ χρυσός, τό χρυσάφι, τό μάλαμα:
    самородное \золото ὁ καθαρός χρυσός· червонное \золото τό βενετσιάνικο μάλαμα· вышитый \золотом χρυσοκεντημένος, χρυσοκέντητος· тисненный \золотоΜ χρυσόδετος· десять рублей \золотом δέκα ρούβλια χρυσά· ◊ не все то \золото, что блести́т поел. ὅ, τι λάμπει δέν εἶναι χρυσός.

    Русско-новогреческий словарь > золото

  • 5 блёстки

    [μπλιόστκι] ουσ. κληθ. πουλιά, χρυσά πετάλια

    Русско-греческий новый словарь > блёстки

  • 6 блёстки

    [μπλιόστκι] ουσ πληθ πουλιά, χρυσά πετάλια

    Русско-эллинский словарь > блёстки

  • 7 золото

    ουδ.
    1. χρυσός, χρυσάφι, μάλαμα.
    2. χρυσαφικά. || κλωστή χρυσαφένια•

    вышивать -ом χρυσούφαίνω, χρυσοκεντώ.

    3. χρυσά νομίσματα.
    4. μτφ. μεγάλης αξίας, μάλαμα.
    εκφρ.
    червонное золото – καθαρός χρυσός•
    чрное - – το πετρέλαιο•
    белое золото – το βαμπάκι.

    Большой русско-греческий словарь > золото

  • 8 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 9 червонец

    -нца α.
    1. παλαιά χρυσά νομίσματα του εξωτερικού. || παλαιό ρωσικό χρυσό νόμισμα.
    2. τσερβάνετς, χαρτονόμισμα δέκα ρουβλιών (1922-1947).

    Большой русско-греческий словарь > червонец

См. также в других словарях:

  • Χρύσα — Χρύσᾱ , Χρύση fem nom/voc/acc dual Χρύσᾱ , Χρύση fem nom/voc sg (doric aeolic) Χρύσᾱ , Χρύσης masc nom/voc/acc dual Χρύσης masc voc sg Χρύσᾱ , Χρύσης masc gen sg (doric aeolic) Χρύσης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρύσα — Sp Chrisà Ap Χρύσα/Chrysa L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Χρυσᾶ ὄρη ὑπισχνεῖσθαι. — χρυσᾶ ὄρη ὑπισχνεῖσθαι. См. Золотые горы сулить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Χρύσα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξάνθης. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 145 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσάκων …   Dictionary of Greek

  • χρυσᾶ — χρῡσᾶ , χρύσεος golden neut nom/voc/acc pl (attic) χρῡσᾶ , χρύσεος golden fem nom/voc/acc dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρύσας — Χρύσᾱς , Χρύση fem acc pl Χρύσᾱς , Χρύση fem gen sg (doric aeolic) Χρύσᾱς , Χρύσης masc acc pl Χρύσᾱς , Χρύσης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρύσαν — Χρύσᾱν , Χρύση fem acc sg (doric aeolic) Χρύσᾱν , Χρύσης masc acc sg (epic doric aeolic) Χρύσης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαφίου — χρυσᾱφίου , χρυσάφιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαφίωι — χρυσᾱφίῳ , χρυσάφιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαφίων — χρυσᾱφίων , χρυσάφιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαφίῳ — χρυσᾱφίῳ , χρυσάφιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»