-
1 χρησιμευω
быть полезным, оказывать услугиχ. τινὴ πρός τι Diod. — быть полезным кому-л. в чем-л. -
2 χρησιμεύω
αμετ.1) использоваться, применяться, служить (для чего-л.); 2) быть нужным, полезным, (при)годиться (для чего-л.);σε τί μπορώ να σας χρησιμεύσω; — чем могу быть вам полезен?, чем могу вам служить?;
δεν χρησιμεύει σε τίποτε — это бесполезно
-
3 χρησιμεύω
[хрисимэво] р. (μτβ.) применять, использовать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χρησιμεύω
-
4 χρησιμεύω
[хрисимэво] ρ (μτβ) применять, использовать. (αμτβ) служить, быть нужным. -
5 προπέτασμα
τό1) занавес, ширма; 2) перен. ширма;χρησιμεύω γιά προπέτασμα — служить ширмой 3) завеса;
προπέτασμα καπνού — дымовая завеса
-
6 προσανατολισμός
ο1) ориентировка, ориентация;χάνω τον προσανατολισμόςό μου — а) терять ориентировку; — б) перен. сбиваться с толку;
δίνω προσανατολισμόςό — давать ориентацию, направлять;
2) ориентир;χρησιμεύω σαν προσανατολισμός — служить, быть ориентиром;
§ γιά προσανατολισμόςό — ориентировочный
См. также в других словарях:
χρησιμεύω — to be useful pres subj act 1st sg χρησιμεύω to be useful pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμεύω — χρησιμεύω, χρησίμεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρησιμεύω — ΝΜΑ [χρήσιμος] είμαι χρήσιμος σε κάποιον για κάτι … Dictionary of Greek
χρησιμεύω — χρησίμευσα και χρησίμεψα 1. είμαι χρήσιμος, χρειάζομαι: Σε τίποτα δε χρησιμεύει πια αυτό το μηχάνημα. 2. είμαι ωφέλιμος σε κάποιον: Οι οδηγίες του θα σου χρησιμεύσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησιμεύσει — χρησιμεύω to be useful aor subj act 3rd sg (epic) χρησιμεύω to be useful fut ind mid 2nd sg χρησιμεύω to be useful fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμεύσουσι — χρησιμεύω to be useful aor subj act 3rd pl (epic) χρησιμεύω to be useful fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρησιμεύω to be useful fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμεύσουσιν — χρησιμεύω to be useful aor subj act 3rd pl (epic) χρησιμεύω to be useful fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρησιμεύω to be useful fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμεύσω — χρησιμεύω to be useful aor subj act 1st sg χρησιμεύω to be useful fut ind act 1st sg χρησιμεύω to be useful aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμεύσῃ — χρησιμεύω to be useful aor subj mid 2nd sg χρησιμεύω to be useful aor subj act 3rd sg χρησιμεύω to be useful fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμεύῃ — χρησιμεύω to be useful pres subj mp 2nd sg χρησιμεύω to be useful pres ind mp 2nd sg χρησιμεύω to be useful pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχρησίμευκεν — χρησιμεύω to be useful perf ind act 3rd sg χρησιμεύω to be useful plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)