-
1 денежный
επ.1. χρηματικός• νομισματικός•-ящик χρηματοκιβώτιο•
-ая помощь χρηματική! βοήθεια•
-ая реформа νομισματική μεταρρύθμιση•
-ое обращение νομισματική κυκλοφορία•
денежный знак χαρτονόμισμα•
денежный перевод χρηματικό εμβασμα (επιταγή)•
денежный штраф χρηματικό πρόστιμο•
денежный доход χρηματικό έσοδο•
-ая премия χρηματική επιβράβευση•
-ые ресурсы χρηματικοί πόροι•
-ые средства το ρευστό χρήμα•
денежный мешок το βαλάντιο, το πουγγί•
-ые затруднения χρηματική (οικονομική) δυσχέρεια.
2. παραδούχος, παραλής. -
2 сумма
-
3 дивиденд
эк. το μέρισμα--Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дивиденд
-
4 доход
το εισόδημα, τα έσοδα, (прибыль) το κέρδοςизвлекать - βγάζω κέρδος, κερδίζω-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доход
-
5 заём
το δάνειο-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заём
-
6 сумма
1. мат. το άθροισμα- углов - των γωνιών 2 (определённое количество денег) το ποσ/όν, το άθροισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сумма
-
7 штраф
το πρόστιμ/ο, η τιμωρία- για καθυστέρηση της φορτοεκφόρτωσης (πλοίου, τρένου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штраф
-
8 денежный
денежн||ыйприл χρηματικός, νομισματικός:\денежный знак τό νόμισμα· \денежныйая реформа ἡ νομισματική μεταρρύθμιση· \денежный перевод τό χρηματικό ἐμβασμα, ἡ ἐπιταγή· \денежный человек ἄνθρωπος μέ λεφτά, ἄνθρωπος παραλής· ◊ \денежный мешок τό πουγγί. -
9 наградные
наград||ныемн. τό χρηματικό βραβείο, τά χρήματα τοῦ βραβείου. -
10 sum
1) (the amount or total made by two or more things or numbers added together: The sum of 12, 24, 7 and 11 is 54.) άθροισμα2) (a quantity of money: It will cost an enormous sum to repair the swimming pool.) χρηματικό ποσό3) (a problem in arithmetic: My children are better at sums than I am.) μαθηματικό πρόβλημα•- sum up -
11 бона
-и1. ένταλμα χρηματικό, γραμμάτιο σε διαταγή πληρωμής η παραλαβής.2. συνάλλαγμα, ομόλογο. -
12 вира
-
13 выходной
επ.1. της εξόδου•-ая дверь θύρα εξόδου• -όθ•
отверстие οπή διαφυγής ή εκροής.
2. γιορτινός, επίσημος•выходной костюм γιορτινό κοστούμι.
3. της αργίας•выходной день μέρα αργίας.
4. ουσ. που δεν εργάζεται, έχει αργία•она сегодня -ая αυτή σήμερα δε δουλεύει, έχει ρεπό.
εκφρ.- ое пособие – χρηματικό βοήθημα που δίνεται στον απολυόμενο•- ая роль – βοηθητικός (δευτερεύων) ρόλος ηθοποιού•-ые сведения ή данные – στοιχεία έκδοσης βιβλίου (χρόνος, τόπος, αριθμός αντιτύπων κλπ.). -
14 капитал
-а α.1. (οικον.) κεφάλαιο•стри-ны -а οι καπιταλιστικές χώρες•
торговый капитал το εμπορευματικό κεφάλαιο•
банковский капитал τραπεζιτικό κεφάλαιο•
постоянный капитал σταθερό κεφάλαιο•
переменный капитал μεταβλητό κεφάλαιο•
оборотный κυκλοφοριακό κεφάλαιο•
денежный капитал χρηματικό κεφάλαιο•
производительный капитал παραγωγικό κεφάλαιο•
ссудный капитал δανειστικό κεφάλαιο•
мёртвый капитал νεκρό κεφάλαιο•
капитал в акциях μετοχικό κεφάλαιο•
накопление -а αποκόμιση κεφαλαίων.
2. μτφ. πλούτος, θησαυρός, αξία•весь мой капитал – знания όλος μου ο πλούτος είναι οι γνώσεις.
-
15 крупный
επ., βρ: крупен, крупна, крупно;1. μεγάλος, χοντρός, ογκώδης•крупный песок χοντρός άμμος•
крупный скот τα χοντρά ζώα•
крупный шрифт ή почерк μεγάλα γράμματα•
крупный лес δάσος μεγάλων δέντρων•
-ые капли χοντρές σταγόνες•
крупный орех μεγάλο καρύδι•
-ые черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
-ая индустрия η μεγάλη βιομηχανία•
-ые предприятия οι μεγάλες επιχειρήσεις•
крупный талант μεγάλο ταλέντο•
-учёный μεγάλος επιστήμονας•
-ые деньги τα χοντρά χρήματα (ως αντώνυμο των ψιλών)•
2. σοβαρός, σημαντικός•-ые успехи, достижения μεγάλες επιτυχίες, επιτεύξεις.
εκφρ.- ая дрожь – μεγάλη τρεμούλα•крупный разговор – δυσάρεστη συνομιλία (τσούγκρισμα)•- ая сумма – σημαντικό (σεβαστό) χρηματικό ποσό. -
16 литфонд
-а α.κεφάλαιο χρηματικό της “Ένωσης λογοτεχνών”. -
17 наградной
επ.1. της βράβευσης, της απονομής βραβείων•наградной отдел τμήμα απονομής βραβείων.
2. του βραβείου•-ые деньги χρηματικό βραβείο.
-
18 перечисление
-я ουδ.1. απαρίθμηση.2. ταχυδρομικό ή τραπεζιτικό χρηματικό έμβασμα.3. το παραχωρηθέν (δοθέν) ποσό. -
19 премия
-и θ.1. βραβείο αριστείο.2. το πριμ (χρηματική αμοιβή)•премия за выполнение плана πριμ για την εκπλήρωση του πλάνου.
3. (οικον.) το ασφάλιστρο (χρηματικό ποσό).4. δωρεάν παράρτημα περιοδικού ή εφημερίδας. -
20 ссуда
-ы θ.δάνειο•денежная ссуда χρηματικό δάνειο•
беспроцентная ссуда άτοκο δάνειο•
погашение -ы απόσβεση δανείου•
долгосрочная ссуда μακροπρόθεσμο δάνειο•
ссуда под проценты το έντοκο δάνειο•
брать (взять) -у παίρνω δάνειο•
выдавать (выдать) -у δίνω δάνειο, δανειοδοτώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… … Dictionary of Greek
κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek
στοίχημα — το, ΝΜ [στοιχῶ] συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει τής οποίας εκείνος τού οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek
κληροδότημα — Κάθε περιουσιακή ωφέλεια (πράγμα, απαίτηση κλπ.) που ο διαθέτης, με διάταξη η οποία περιλαμβάνεται στη διαθήκη του, προσπορίζει σε ένα πρόσωπο, χωρίς όμως να το διορίζει κληρονόμο του. Κ. μπορεί να αναγραφεί και προς όφελος μεριδιούχου της «εξ… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
πενταροδεκάρες — οι 1. χρηματικό ποσό από πεντάρες και δεκάρες 2. μτφ. ευτελές χρηματικό ποσό («το δώρο του αξίζει μερικές πενταροδεκάρες») … Dictionary of Greek
ποντάρω — και ποντάρω, Ν 1. (σε τυχερά παιχνίδια) καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί 2. υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι («σ αυτόν μην ποντάρεις, γιατί θα σέ ρίξει έξω») 3. τεχνολ. κάνω σημάδι με την πόντα εκεί όπου πρέπει να διατρηθεί ένα μεταλλικό… … Dictionary of Greek
πρυτανείο(ν) — το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α (στην αρχαιότητα) 1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία… … Dictionary of Greek
σερμαγιά — και σιρμαγιά και συρμαγιά, η, Ν 1. το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο που είναι αναγκαίο για την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας 2. (γενικά) χρηματικό κεφάλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sermaye] … Dictionary of Greek