-
1 заигрывать
заигрывать Iнесов разг1. (кокетничать) χαριεντίζομαι, ἐρωτοτροπώ, φλερτάρω·2. (заискивать) προσπαθώ ν' ἀποκτήσω τήν εὐνοια.заигрывать IIнесов разг1. (портить) φθείρω, τρίβω·2. (пьесу, нело-дию) παραπαίζω. -
2 кокетничать
кокет||ничатьнесов ἐρωτοτροπώ, χαριεντίζομαι, ἀκκίζομαι. -
3 балагурить
-рю, -ришь, ρ.δ.αστειεύομαι, αστεΐζομαι, χαριεντίζομαι, καλαμπουρίζω. -
4 жантильничать
ρ.δ. παλ. χαριεντίζομαιδιωματεύομαι, κάνω σκέρτσα, νάζια, φλερτάρω. -
5 кокетничать
ρ.δ. ακίζομαι, χαριεντίζομαι, ερωτοτροπώ• σιέμαι και λυγιέμαι, σκερτσάρω. || επιδείχνομαι, προβάλλω τα προτερήματα μου. -
6 острить
-
7 резвиться
-звлгось, -витьсяρ.δ. παίζω, χαριεντίζομαι, σκιρτώ, (χορο)πηδώ, χαίρομαι•дети -ятся после уроков τα παιδιά χαίροντα μετά τα μαθήματα.
-
8 сшутить
-чу, -тишьρ.σ.μ.: шутку сшутить(απλ.) λέγω αστεία, αστεΐζομαι• χαριεντίζομαι. -
9 трунить
-нто, -нишьρ.δ. αστειεύομαι, χαριεντίζομαι, χωρατεύω.
См. также в других словарях:
χαριεντίζομαι — χαριεντίζομαι, χαριεντίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαριεντίζομαι — ΝΜΑ [χαρίεις, εντος] 1. συμπεριφέρομαι πρόσχαρα, με χάρη 2. αστειεύομαι με χάρη, λέω χαριτωμένα αστεία νεοελλ. ερωτοτροπώ, φλερτάρω … Dictionary of Greek
χαριεντίζομαι — χαριεντίστηκα, συμπεριφέρομαι με χάρη, παίζω, φλερτάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαριεντιζομένων — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp fem gen pl χαριεντίζομαι to be witty pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντιζόμενον — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp masc acc sg χαριεντίζομαι to be witty pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντίζῃ — χαριεντίζομαι to be witty pres subj mp 2nd sg χαριεντίζομαι to be witty pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτοπαίζω — χαριεντίζομαι με ερωτική διάθεση … Dictionary of Greek
κεχαριέντισται — χαριεντίζομαι to be witty perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντιζομένη — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντιζομένην — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντιζομένου — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)