-
1 özgü
χαρακτηριστικός -
2 typique
χαρακτηριστικός -
3 příznačný
χαρακτηριστικός -
4 rázovitý
χαρακτηριστικός -
5 svérázný
χαρακτηριστικός -
6 typický
χαρακτηριστικός -
7 generic
χαρακτηριστικός -
8 charakterystyczny
χαρακτηριστικός -
9 typowy
χαρακτηριστικός -
10 типичный
χαρακτηριστικόςτυπικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > типичный
-
11 показательный
показательный (характерный) ενδεικτικός, χαρακτηριστικός* * *( характерный) ενδεικτικός, χαρακτηριστικός -
12 типичный
-
13 отличительный
διακριτικός, χαρακτηριστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отличительный
-
14 подчёркнутый
1. (имеющий под собой черту) υπογραμμισμένος 2. (более отчётливый, выразительный) εκδηλωτικός, χαρακτηριστικός, εξαιρετικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подчёркнутый
-
15 присущий
(свойственный) χαρακτηριστικός, έμφυτος, ενυπάρχων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присущий
-
16 специфический
ειδικός, ιδιαίτεροςχαρακτηριστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > специфический
-
17 типический
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > типический
-
18 красноречивый
красно||речи́выйприл1. εὐγλωττος, εὐφραδής·2. перен χαρακτηριστικός, ἐκφραστικός:\красноречивый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα· \красноречивый факт τό χαρακτηριστικό γεγονός. -
19 показательный
показательн||ыйприл1. (характерный) ἐνδεικτικός, χαρακτηριστικός, δηλωτικός:это очень \показательныйο αὐτό εἶναι πολύ ἐνδεικτικό·2. (для всеобщего сведения) παραδειγματικός, ὑποδειγματικός:\показательный процесс παραδειγματική δίκη·3. (образцовый) παραδειγματικός, ὑποδειγματικός:\показательныйое хозяйство ὑποδειγματικό νοικοκυριό. -
20 свойственный
свойственныйприл ίδιάων, χαρακτηριστικός:со \свойственныйым ему́ юмором μέ τό χιούμορ πού τόν διακρίνει· быть \свойственныйым кому-л. προσδιάζω.
См. также в других словарях:
χαρακτηριστικός — ή, ό / χαρακτηριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω] 1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν) α) διακριτικό γνώρισμα β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου… … Dictionary of Greek
χαρακτηριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χαρακτηρίζει κάτι ή κάποιον, διακριτικός: Η φλυαρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων ανθρώπων. 2. το ουδ. ως ουσ., χαρακτηριστικό διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό σημείο: Δε θυμάμαι τα χαρακτηριστικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρακτηριστικά — χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc pl χαρακτηριστικά̱ , χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc/acc dual χαρακτηριστικά̱ , χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριστικῶν — χαρακτηριστικός characteristic fem gen pl χαρακτηριστικός characteristic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριστικόν — χαρακτηριστικός characteristic masc acc sg χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριστικώτατον — χαρακτηριστικός characteristic masc acc superl sg χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
αδριατική ή δειναρική φυλή — Χαρακτηριστικός τύπος φυλής, που ονομάζεται έτσι γιατί απαντάται προπάντων κατά μήκος των κεντρικών και βόρειων ακτών της Αδριατικής. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι: ψηλό ανάστημα, βραχυκεφαλία και ορθογναθισμός (κεφάλι βραχύ και ψηλό),… … Dictionary of Greek
χαρακτηριστικαῖς — χαρακτηριστικός characteristic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριστικαί — χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριστικοῖς — χαρακτηριστικός characteristic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)