Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χαλεπός

  • 1 лихой

    επ., βρ: лих, -а, -о
    (παλ. κ. απλ.) κακός, κακούργος, μοχθηρός, κακεντρεχής, κοκοήθης. || δύσκολος, χαλεπός, βαρύς, ζόρικος.
    εκφρ.
    -а беда начало ή начать – κάθε αρχή και δύσκολη.
    επ., βρ: лих, -а, -о.
    1. τολμηρός, άφοβος, γενναίος, παλικαρίσιος• θαρραλέος.
    2. γρήγορος, ολοταχύς• ακάθεκτος, ορμητικός, λάβρος, θυμοειδής.
    3. ζωηρός, έντονος.
    4. ευκίνητος, σβέλτος, επιδέξιος• δεινός, δαιμόνιος.

    Большой русско-греческий словарь > лихой

  • 2 тернистый

    επ., βρ: -нист, -а, -о
    1. ακανθώδης•

    тернистый куст ακανθώδης θάμνος.

    2. μτφ. δύσκολος, χαλεπός•

    тернистый путь ακανθώδης δρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > тернистый

  • 3 тесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. στενός, στενόχωρος•

    -ая комната στενάχωρο δωμάτιο•

    тесный проход στενή δίοδος•

    -ая улица η στενή οδός (σοκάκι).

    || μτφ. περιορισμένος•

    тесный круг друзей στενός κύκλος φίλων•

    у него тесный кругозор αυτός έχει στενόν ορίζοντα.

    2. πυκνός• συνεσφιγμένος, στριμωχτός. || μτφ. στενά συνδεμένος, με στενές σχέσεις•

    тесный друг στενός (επιστήθιος) φίλος•

    -ая дружба στενήφιλία•

    -ое сотрудничество στενή συνεργασία•

    -ая связь στενός δεσμός.

    3. σφιχτός (για ένδυμα, υπόδημα).
    4. μτφ. παλ. δύσκολος, χαλεπός, βαρύς•

    -ые обстоятельства δύσκολες εριστάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > тесный

  • 4 трудный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая задача δύσκολο πρόβλημα•

    трудный путь δύσκολος δρόμος•

    -ая обстановка δύσκολη κατάσταση (πραγμάτων)•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες•

    -ая жизнь δύσκολη ζωή.

    || σοβαρός, βαρύς•

    -ая болезнь σοβαρή (δυσκολοθεράπευτη) αρρώστια•

    трудный больной βαριά άρρωστος.

    || που πονά, πονεμένος•

    -ая рука το πονεμένο χέρι•

    -ая голова κεφαλαλγία, κεφαλόπονος.

    Большой русско-греческий словарь > трудный

  • 5 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

См. также в других словарях:

  • χαλεπός — difficult masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …   Dictionary of Greek

  • χαλεπός — ή, ό 1. δύσκολος: Το έργο αυτό είναι χαλεπό. 2. κοπιώδης, επίπονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλεπά — χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπώτερον — χαλεπός difficult adverbial comp χαλεπός difficult masc acc comp sg χαλεπός difficult neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπωτάτω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc superl dual χαλεπός difficult masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπωτάτων — χαλεπός difficult fem gen superl pl χαλεπός difficult masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπωτέραις — χαλεπός difficult fem dat comp pl χαλεπωτέρᾱͅς , χαλεπός difficult fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπωτέρω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc comp dual χαλεπός difficult masc/neut gen comp sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπωτέρων — χαλεπός difficult fem gen comp pl χαλεπός difficult masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπῶν — χαλεπός difficult fem gen pl χαλεπός difficult masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»