-
1 Grace
subs.Favour, good-will: P. and V. εὔνοια, ἡ, εὐμένεια, ἡ.Beauty: P. and V. κάλλος, τό.They started up ( from sleep), a marvel of grace to behold: V. ἀνῇξαν ὀρθαὶ θαῦμʼ ἰδεῖν εὐκοσμίας (Eur., Bacch. 693).By the grace of Artemis: V. Ἀρτεμίδος εὐνοίαισι (Æsch., Theb. 450).With a good grace: V. πρὸς χάριν.Willingly: use adj., P. and V. ἄσμενος, ἑκών.——————v. trans.Adorn: P. and V. κοσμεῖν, V. ἀγάλλειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grace
-
2 благодаря
благодаряпредлог с дат. п. χάρις είς (σέ), ἐνεκα, ἐξ αἰτίας. -
3 милость
ми́лост||ьж1. (великодушие) ἡ ἐδνοια, ἡ εὐμένεια / ἡ χάρις (пощада)/ ἡ καλω-σύνη (одолжение):оказывать \милость кому́-либо κά(μ)νω χάρη σέ κάποιον из \милостьи ἀπό οίκτο· сделай \милость, помолчи κάνε μου τήν χάρη νά σωπάσεις·2. (расположение) разг ἡ συμπάθεια:попа́сть в \милость к кому-либо ἀποκτώ τήν συμπάθεια κάποιου· ◊ сда́ться на \милость победителя παραδίδομαι είς τό ἐλεος τοῦ νικητή· \милостьи просим καλώς ήλθατε, καλώς ὁρίσατε· по чьей-л, \милостьи ἐξ αίτίας κάποιου· скажите на \милость1 разг ἄλλο πάλι τοῦτο! -
4 нарядность
нарядн||остьж ἡ κομψότητα [-ης], ἡ χάρις. -
5 помилование
поми́лова||ниес ἡ ἄφεσις, ἡ συγχώρη-σις / ἡ Χάρις, ἡ ἀπονομή χάριτος (приговоренного к смерти). -
6 ради
πρόθ. με γεν.1. χάρις, χάριν, για, δια, προς•не для себя, а ради общей пользы όχι για τον εαυτό μου, αλλά για το κοινό όφελος•
сего, того ради χάριν αυτού, εκείνου• χάριν του ενός, χάριν του άλλου•
ради дела χάριν της υπόθεσης•
ради него για χατήρι του.
2. για όνομα, εν ονόματι, στο όνομα•просить христа ради ζητώ στο όνομα του Χριστού•
ради дружбы στο όνομα (χάριν) της φιλίας.
3. λόγω, ένεκα•ради развлечения για διασκέδαση•
шутки ради χάριν αστειότητας•
ради смеха για γέλιο.
4. γιατί,για ποιο λόγο, σκοπό, για ποια αιτία, προς τι•чего ради ты пошл туда? γιατί πήγες εκεί;•
его простили ради молодости τον συγχώρησαν γιατί ήταν νέος.
-
7 Allurement
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Allurement
-
8 Amenity
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amenity
-
9 Attraction
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attraction
-
10 Benefaction
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Benefaction
-
11 Bias
subs.things, impulse: P. φορά ἡ.Of persons, favour: P. and V. εὔνοια, ἡ.Hostility: P. and V. δύσνοια, ἡ, P. κακόνοια, ἡ.To decide without bias: P. μηδὲ μεθʼ ἑτέρων γενόμενοι... οὕτω διαγνῶναι (Dem. 1236).——————v. trans.Dispose: P. διατιθέναι.Persuade: P. and V. πείθειν.——————Βίας, -αντος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bias
-
12 Boon
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Boon
-
13 Bounty
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bounty
-
14 Charm
v. trans.Delight: P. and V. τέρπειν, εὐφραίνειν.Bewitch: P. and V. κηλεῖν (Plat.), θέλγειν (Plat. but rare P.), Ar. and P. φαρμάσσειν, P. κατεπᾴδειν, γοητεύειν, κατακηλεῖν (Plat.).Enchant: met., P. and V. κηλεῖν (Plat.).Charm away: P. and V. ἐξεπᾴδειν.——————subs.Amulet: P. περίαπτον, τό.Love-charm: P. and V. φίλτρον, τό.Enchantment: P. and V. φάρμακον, τό, ἐπῳδή, ἡ, V. φίλτρον, τό (in P. only, love-charm), κήλημα, τό, θέλκτρον, τό, θέλγητρον, τό, θελκτήριος τό, κηλητήριον, τό; μαγεύματα, τά.Charm against: V. ἐπῳδή, ἡ (gen.), or use P. and V., adj., ἐπῳδός (gen.).Use charms, v.: Ar. μαγγανεύειν.Charmed, pleased, adj.: P. and V. ἡδύς.Be charmed, v.: P. and V. ἥδεσθαι.Be charmed to: P. and V. ἥδεσθαι (part.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charm
-
15 Daintiness
subs.Elegance: P. κομψεία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Daintiness
-
16 Elegance
subs.Love of art: P. φιλοτεχνία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Elegance
-
17 Enchantment
subs.Charm: P. and V. φάρμακον, τό, ἐπῳδή, ἡ, V. φίλτρον, τό (in P. only love-charm), κήλημα, τό, θέλκτρον, τό, θέλγητρον, τό, θελκτήριον, τό, κηλητήριον, τό, μαγεύματα, τά; see Charm.Act of enchanting: P. κήλησις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enchantment
-
18 Enticement
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enticement
-
19 Fancifulness
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fancifulness
-
20 Fascination
subs.Act of enchanting: P. κήλησις, ἡ (Plat.).Charm, enchantment: P. and V. φάρμακον, τό, ἐπῳδή, ἡ, V. φίλτρον, τό (in P. only love-charm), κήλημα. τό, θέλκτρον, τό, θέλγητρον, τό, θελκτήριον, τό, κηλητήριον, τό, μαγεύματα, τά.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fascination
См. также в других словарях:
Χάρις — grace fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρις — grace fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρις — I Θεότητα της χάρης στους αρχαίους Έλληνες, που συμβόλιζε τη χαρά κάθε τέρψης. Ο Όμηρος αναφέρει πολλές θεές με το ίδιο όνομα, από τις οποίες μία, σύζυγο του Hφαίστου και μια άλλη, που ήθελε να την παντρέψει η Ήρα με τον Ύπνο. II Αγία της Ανατ.… … Dictionary of Greek
Χάρις, Tζέικομπ - Ρέντελ — (Harris, 1852 – 1924). Άγγλος θεολόγος και ανατολιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, όπου αργότερα έγινε καθηγητής της παλαιογραφίας (1893 – 1903). Επίσης διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Λέιντς της Ολλανδίας και Τζον Χόπκινς… … Dictionary of Greek
Χάρις, Γουίλιαμ - Τόρεϊ — (Harris, 1835 – 1909). Αμερικανός παιδαγωγός και συγγραφέας. Ίδρυσε διάφορα σχολεία, στα οποία εφήρμοσε τις νεότερες παιδαγωγικές μεθόδους. Από το 1889 έως το 1906 διετέλεσε διευθυντής του παιδαγωγικού τμήματος του υπουργείου της Παιδείας των ΗΠΑ … Dictionary of Greek
Χάρις, Φραγκίσκος — (Harris, 1856 – 1931). Άγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας. Από το 1888 έως το 1893 διετέλεσε εκδότης της Δεκαπενθήμερης Επιθεώρησης και από το 1894 της Επιθεώρησης του Σαββάτου και της Κομψής Κενοδοξίας. Ως συγγραφέας διακρίθηκε στην κριτική… … Dictionary of Greek
Λιούις και Χάρις — (Lewis and Harris). Νησιά (2.207 τ. χλμ., 19.918 κάτ. το 2001) της Μεγάλης Βρετανίας, με πρωτεύουσα το Στορνγουέι. Υπάγονται διοικητικά στην περιφέρεια των Δυτικών Νησιών ή Εβρίδων (γαελ. Eilean Siar, αγγλ. Western Islands, 7.283 τ. χλμ., 27.180… … Dictionary of Greek
Αλεξίου, Χάρις ή Χαρούλα — Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας Χαρούλας Ρούπακα. Γεννημένη στη Θήβα, σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα και έκανε ερασιτεχνικές εμφανίσεις στο κέντρο Αρχιτεκτονική. Πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1971 (Μικρά… … Dictionary of Greek
χάριν — χάρις grace indeclform (adverb) χάρις grace indeclform (prep) χάρις grace fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cháris Alexíou — Χάρις Αλεξίου Datos generales Nombre real Hariklia Roupaka Nacimiento 27 de diciembre de 1950 Origen Tebas, Grecia … Wikipedia Español
Благодать богословское понятие — (χάρις, gratia). На богословском языке благодатью называется божественная сила, даруемая от Бога человеку для спасения. Греховность всех людей, как потомков Адама, и неспособность их собственными силами загладить грех, примириться с Богом и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона