-
1 for the sake of
1) (in order to benefit: He bought a house in the country for the sake of his wife's health.) για χάρη2) (because of a desire for: For the sake of peace, he said he agreed with her.) για χάρη -
2 pardon
1. verb1) (to forgive: Pardon my asking, but can you help me?) συγχωρώ2) (to free (from prison, punishment etc): The king pardoned the prisoners.) δίνω χάρη2. noun1) (forgiveness: He prayed for pardon for his wickedness.) συγχώρεση2) (a (document) freeing from prison or punishment: He was granted a pardon.) χάρη3. interjection(used to indicate that one has not heard properly what was said: Pardon? Could you repeat that last sentence?) πώς είπατε;- I beg your pardon
- pardon me -
3 by dint of
(by means of: He succeeded by dint of sheer hard work.) χάρη σε -
4 favour
['feivə] 1. noun1) (a kind action: Will you do me a favour and lend me your car?) χάρη,χατίρι2) (kindness or approval: She looked on him with great favour.) συμπάθεια3) (preference or too much kindness: By doing that he showed favour to the other side.) εύνοια4) (a state of being approved of: He was very much in favour with the Prime Minister.) εύνοια2. verb(to support or show preference for: Which side do you favour?) υποστηρίζω,ευνοώ- favourably
- favourite 3. noun(a person or thing that one likes best: Of all her paintings that is my favourite.) ευνοούμενος- in favour of
- in one's favour -
5 grace
[ɡreis] 1. noun1) (beauty of form or movement: The dancer's movements had very little grace.) χάρη2) (a sense of what is right: At least he had the grace to leave after his dreadful behaviour.) ευπρέπεια3) (a short prayer of thanks for a meal.) ευχαριστία, ευχαριστήρια προσευχή πριν το φαγητό4) (a delay allowed as a favour: You should have paid me today but I'll give you a day's grace.) περίοδος χάριτος5) (the title of a duke, duchess or archbishop: Your/His Grace.) Υψηλότατος / Μακαριότατος6) (mercy: by the grace of God.) έλεος•- graceful- gracefully
- gracefulness
- gracious 2. interjection(an exclamation of surprise.) Θεέ και Κύριε!- graciousness
- with a good/bad grace
- with good/bad grace -
6 graceful
adjective (having or showing beauty of form or movement: a graceful dancer.) όλο χάρη -
7 in the interest(s) of
(in order to get, achieve, increase etc: The political march was banned in the interests of public safety.) (για)χάρη,προς το συμφέρον -
8 in the interest(s) of
(in order to get, achieve, increase etc: The political march was banned in the interests of public safety.) (για)χάρη,προς το συμφέρον -
9 on my/his (etc) account
(because of me, him etc or for my, his etc sake: You don't have to leave early on my account.) για χάρη κάποιου -
10 on my/his (etc) account
(because of me, him etc or for my, his etc sake: You don't have to leave early on my account.) για χάρη κάποιου -
11 reprieve
-
12 thanks to
(because of: Thanks to the bad weather, our journey was very uncomfortable.) εξαιτίας, χάρη σε -
13 favour
1) ευνοώ2) ρουσφέτι3) χάρη -
14 pardon
1) συγχώρηση2) συγχωρώ3) χάρη
См. также в других словарях:
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
χάρη — η 1. καθετί που προξενεί χαρά, αξιαγάπητη ιδιότητα προσώπου ή πράγματος, συμπεριφορά απλή και ωραία. 2. προσόν, αρετή, κάθε καλή ιδιότητα: Αυτό το διαμέρισμα έχει πολλές χάρες. 3. ευγνωμοσύνη για καλό που μας έκανε κάποιος: Του χρωστώ μεγάλη χάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρῇ — χαίρω rejoice aor subj pass 3rd sg χαίρω rejoice fut ind mid 2nd sg χαρά joy fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρή — χαρά joy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — χαίρω rejoice aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγου χάρη — επίρρ. τροπ., για παράδειγμα, ως παράδειγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek