-
1 сияние
-я ουδ.1. λάμψη, ακτινοβολία, απαύγασμα, λαμπηδόνα, το φέγγος•лунное сияние το φέγγος της σελήνης.
|| φωτοστέφανος. || μτφ. μεγαλείο, αίγλη•сияние славы η λάμψη της δόξας.
2. μτφ. έκφραση χαράς•сияние глаз η λάμψη των ματιών•
сияние лица η λάμψη του προσώπου.
εκφρ.северное (полярное) сияние – βόρειο σέλας. -
2 просвет
1. (слабый луч света на тёмном фоне) το φέγγος, το φέξιμο 2. (ширина окна или двери между косяками) το άνοιγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просвет
-
3 вспышка
вспышкаж1. ἡ ἀναλαμπή, ἡ λάμψη, τό φέγγος, ἡ ἀνάφλεξη·2. перен τό ξέσπασμα, ἡ ἔκρηξη [-ις], ἡ παραφορά/ ἡ ὀργή (гнева). -
4 светлынь
-и θ.φέγγος, ακτινοβολία, φεγγοβολία. -
5 свечение
-я ουδ.φώτιση, -μός, λάμψη, το φέγγος• φωσφορισμός, λαμπύρισμα.
См. также в других словарях:
φέγγος — light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek
φέγγος — το ους 1. φως και μάλιστα το διάχυτο, ωχρό και αμυδρό, όπως είναι του φεγγαριού ή των άστρων: Είχε φεγγάρι λαμπερό και στρογγυλό, γεμάτο, κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω (Ερωτόκριτος). 2. φως, λάμψη, ανταύγεια. 3. το φεγγάρι, το φέγγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέγγει — φέγγος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φέγγεϊ , φέγγος light neut dat sg (epic ionic) φέγγος light neut dat sg φέγγω make bright pres ind mp 2nd sg φέγγω make bright pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγη — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φέγγος light neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεγγέων — φέγγος light neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεγγίων — φέγγος light neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγεα — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγεος — φέγγος light neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγεσι — φέγγος light neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγεσιν — φέγγος light neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)