-
1 раса
расаж ἡ φυλή, ἡ ράτσα:белая \раса ἡ καυκασία (или ἡ λευκή) φυλή· черная \раса ἡ μαύρη φυλή· желтая \раса ἡ κιτρίνη φυλή. -
2 раса
-к θ.φυλή, ράτσα•белая раса λευκή, άσπρη ή καυκάσια φυλή•
жёлтая раса κίτρινη φυλή•
чёрная раса μαύρη φυλή.
-
3 раса
-
4 племя
племяс1. ἡ φυλή·2. (поколение) ἡ πατριά, ἡ γενεά·3. (в животноводстве) ἡ ράτσα, ἡ φυλή. -
5 племя
племени, πλθ. племена-мн, -менам ουδ.1. η φυλή•кочевые -на νομαδικές φυλές•
первобытные -на πρωτόγονες φυλές.
2. παλ. λαός, λαότητα.3. παλ. γένος• σόι•дворянское племя γένος των ευγενών.
4. γενεά, γενιά.5. ομάδα, παρέ• γένος, φυλή, σπορά.εκφρ.на племя – για ράτσα, για αναπαραγωγή. -
6 племя
(ист.) η φυλή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > племя
-
7 род
1. (группа людей первобытного общества, связанная узами кровного родства) η φυλή 2. (ряд поколений, происходящих от одного предка) η γενεά, η γενιά, το σόι 3. биол. το γένος 4. (разновидность, сорт, тип чего-л.) το είδος, ο τύπος 5. лингв. το γένοςсредний - ουδέτερο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > род
-
8 род
родм1. ἡ φυλή, τό γένος:старейшина \рода ὁ ἀρχηγός τής φυλής, ὁ ἀρχηγός τοῦ γένους·2. (ряд поколений) ἡ γενεά, ἡ γενιά, τό σόι; из \рода в \род ἀπό γενεάς είς γενεάν3. биол. τό γένος:человеческий \род τό ἀνθρώπινο γένος·4. (сорт, вид) τό είδος:всякого \рода λογής λογής, κάθε είδους, παντός είδους· \род войск τό ὅπλο[ν]·5. грам. τό γένος:мужской \род τό ἀρσενικό[ν] γένος· женский \род τό θηλυκό[ν] γένος· средний \род τό ούδέτερο[ν] γένος· ◊ в некотором \роде σάν νά λέμε, τρόπον τινά· в своем \роде στό είδος του· что-то в этом \роде περίπου ἐτσι, κάπως ἐτστ такого \рода τέτοιου είδους· пяти лет от роду εἶναι πέντε χρονών откуда ты \родом? ἀπα ποῦ κατάγεσαι;· ему́ на роду́ было написано... αὐτός ἐκ γενετής... -
9 род
[ρότ] ουσ. α. φυλή -
10 род
[ρότ] ουσ α φυλή -
11 галльский
επ.γαλατικός, των Γαλατών•-ое племя η γαλατική φυλή.
|| παλ. γαλλικός. -
12 европеоидный
επ. -ая раса ευρωπαιοειδής φυλή. -
13 жёлтый
επ., βρ: желт, желта, желто κ. желто.1. κίτρινος•-ая краска κίτρινο χρώμα.
2. μτφ. συμφιλιωτικός, υποχωρητικός• προδοτικός•-ая пресса κίτρινος τύπος.
εκφρ.- ая раса – η κίτρινη φυλή•жёлтый билет – (προεπαν.) κίτρινη ταυτότητα πόρνης•жёлтый дом – παλ. ψυχιατρείο•- ая лихорадка – κίτρινος πυρετός. -
14 краснокожий
επ., βρ: -кож, -а, -еερυθρόδερμος•-ая племя ερυθρόδερμη φυλή.
ουσ. πλθ. -ие οι ερυθρόδερμοι. -
15 негроидный
επ.νεγροειδης•-ая раса νεγροειδής φυλή.
-
16 орда
-ы, πλθ. орды θ.1. παλ. ορδή, τοπικά κρατίδια• έδρα διοίκησης•золотйя орда χρυσή ορδή.
|| νομαδική φυλή.2. ορδή, στίφος•татарская орда τατάρικη ορδή•
фашистские -ы οι φασιστικές ορδές.
3. συρφετός, όχλος. -
17 отродье
-я ουδ.1. γένος, γενιά• φυλή• το σόιυβρ. σπορά, φύτρα.2. (για ζώα) ράτσα. -
18 пигмей
-я α.άνθρωπος πυγμαίος. || μτφ. άνθρωπος ασήμαντος, τιποτένιος. || Πυγμαίοι, φυλή της Κεντρικής Αφρικής. -
19 род
-а, προθτ. о роде, в роде, в роду, на роду, πλθ. роды а.1. γένος• φυλή•член -а μέλος του γένους•
патриархальный род πατριαρχικό γένος•
старейшина -а αρχηγός του γένους, της φυλής.
2. γενεαλογική προέλευση, γενολόγι, σόι•знатный род επιφανές γένος ή μεγάλο σόι.
|| γενεά, γενιά•из -а в род από γενεά σε γενεά.
|| ως επίρ. -ом την καταγωγή, το γένος, την προέλευση.3. (στην ταξινόμηση ζώων, φυτών)• γένος. || είδος• τύπος•всякого -а λογής-λογής, παντοειδής.
4. λογοτεχνικό γένος• ύφος, στυλ.5. τρόπος, μορφή, χαρακτήρας•избрать новый род деятельности εκλέγω νέα μορφή δράσης,
6. (γραμμ.)το γένος•мужской, женский, средний род αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο γένος.
εκφρ.род людской (человеческий) – το ανθρώπινο γένος•женский род – το γυναικείο φύλλο (οι γυναίκες)•мужской род – το αντρικό φύλλο (οι άντρες)•род оружия (войск) – είδος όπλου (πεζικού, πυροβολικού κ.τ.τ,)• в некотором -е ως ένα βαθμό•в своём -е – στο είδος του•в этом (таком) -е – περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω• έτσι•от -у – από τη γέννηση, από τότε που γεννήθηκα•своего -а – ως ένα βαθμό ή σημείο•такого -а – τέτοιου είδους•без -у и племени ή без -у, без племени – αγνώστου καταγωγής ή προέλευσης•ни -у ни племени – ολομόναχος, παντέρημος, έρημος και μόνος• σαν την καλαμιά στον κάμπο. -
20 тунгусы
-ов πλθ. (ενκ. тунгус -а α. -ка -и θ.) Τουγκούσοι (μογκολική φυλή).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φυλή — a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλή — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού Δυτ. Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Κλειστών (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται στις νότιες… … Dictionary of Greek
φυλή — η 1. σύνολο προγόνων και απογόνων με κοινή καταγωγή και κοινά σωματικά χαρακτηριστικά, που διατηρούνται σταθερά με την τεκνογονία: Λευκή φυλή. 2. έθνος, εθνότητα: Ελληνική φυλή. 3. υποδιαίρεση είδους: Ανθρώπινες φυλές. 4. ως κύρ. όνομα, Φυλή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φυλῇ — Φυλῆι , Φυλεύς masc dat sg (epic ionic) Φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλῇ — φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind mid 2nd sg (doric) φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind act 3rd sg (doric) φῡλῇ , φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλή — φῡλή , φυλή a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύλη — Φύλης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκοποειδής φυλή — Φυλή που ανακαλύφθηκε σε απολιθώματα της νότιας Αφρικής και από την οποία κατάγονται οι σημερινοί Βουσμάνοι και Οτεντότοι. Η ονομασία οφείλεται στη Βόσκοπ, τοποθεσία στο Τράνσβααλ, όπου πρωτοβρέθηκε το 1913 απολιθωμένο κρανίο του homo sapiens.… … Dictionary of Greek
θιβετιανή φυλή — Φυλή που ανήκει στην ομάδα των προμογγολοειδών. Χαρακτηρίζεται από το κιτρινομελάχρινο έως το κοκκινομελάχρινο χρώμα του δέρματος, τα μαύρα ίσια μαλλιά, το κοντό ή μέσο ανάστημα, τα λίγο ανοιχτά μάτια, με ανώτατο βλέφαρο ισχυρά αναδιπλωμένο, αλλά … Dictionary of Greek
νοτιομογγολική φυλή — Φυλή του κλάδου των Μογγολιδών, που χαρακτηρίζεται από το μικρό ανάστημα (1,58 μ.) το καστανοκίτρινο χρώμα του δέρματος, το φαρδύ, συχνά και πεπλατυσμένο, πρόσωπο και την κοντή συνήθως μύτη με κοίλο προφίλ και πτερύγια διεσταλμένα. Τα χείλη… … Dictionary of Greek
ουραλική φυλή — Φυλή του κορμού των Προευρωπιδών, περιορισμένη σήμερα σε μια περιοχή της δυτικής Σιβηρίας (λεκάνη του Ομπ). Τα σωματικά χαρακτηριστικά της ουραλικής φυλής είναι τα τυπικά των Προευρωπιδών, δηλαδή το καστανόλευκο χρώμα του δέρματος, τα καστανά… … Dictionary of Greek