-
1 убеждение
убеждение с η πεποίθηση· το φρόνημα (мнение)' политические \убеждениея οι πολιτικές πεποιθήσεις* * *сη πεποίθηση; το φρόνημα ( мнение)полити́ческие убежде́ния — οι πολιτικές πεποιθήσεις
-
2 классовость
классовостьж ἡ τοξικότητα, τό τα-ξικό[ν] πνεύμα, τό ταξικό[ν] φρόνημα. -
3 убеждение
убежд||ениес1. (действие) ἡ πειθώ:действовать путем \убеждениеения ἐπιδρώ μέ τήν πειθώ· метод \убеждениеения ἡ μέθοδος τής πειθοῦς· легко поддаваться \убеждениеению πείθομαι εὔκολα·2. (мнение) ἡ πεποίθηση [-ις], τό φρόνημα, ἡ δοξασία· политические \убеждениеения οἱ πολιτικές πεποιθήσεις, τά πολιτικά φρονήματα· менять свой· \убеждениеения ἀλλάζω φρονήματα. -
4 убеждение
-я ουδ.1. η πειθώ•слова -я λόγια πειθούς•
он легко поддатся -ю αυτός εύκολα πείθεται•
действовать путм -я ενεργώ με την πειθώ•
метод -я μέθοδος της πειθούς.
2. πεποίθηση• φρόνημα, ιδέα, δοξασία• αντίληψη•политические -я πολιτικές ιδέες•
преследуют его за -я τον καταδιώκουν για τα φρονήματα•
он каких -ий? τί ιδέες έχει; τι πρεσβεύει;
См. также в других словарях:
φρόνημα — mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ … Dictionary of Greek
φρόνημα — το, ατος 1. ό,τι φρονεί κανείς, ιδεολογία, αρχές, κοσμοθεωρία: Άλλαξε τα πολιτικά του φρονήματα. 2. συναίσθηση της αξίας ή της υπεροχής, αυτοπεποίθηση, το ηθικό: Μετά τη νίκη του ο στρατός έχει υψηλό φρόνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρόνημ' — φρόνημα , φρόνημα mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονημάτων — φρόνημα mind neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήμασι — φρόνημα mind neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήμασιν — φρόνημα mind neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήματα — φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήματι — φρόνημα mind neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήματος — φρόνημα mind neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… … Dictionary of Greek